Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυπητικός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
|btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[betrübend]]</i>, Sp.; τὸ λ. = [[λύπη]], Plut. <i>Symp</i>. 3.8.2.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]].
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[betrübend]]</i>, Sp.; τὸ λ. = [[λύπη]], Plut. <i>Symp</i>. 3.8.2.
}}
}}

Revision as of 12:37, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπητικός Medium diacritics: λυπητικός Low diacritics: λυπητικός Capitals: ΛΥΠΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lypētikós Transliteration B: lypētikos Transliteration C: lypitikos Beta Code: luphtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22. II τὸ λυπητικόν = the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.

German (Pape)

[ῡ], betrübend, Sp.; τὸ λ. = λύπη, Plut. Symp. 3.8.2.

Russian (Dvoretsky)

λῡπητικός: удручающий, прискорбный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.

Greek Monolingual

λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.