μαρτύρημα: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[μαρτυρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[μαρτυρέω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Zeugnis]]</i>, Eur. <i>Suppl</i>. 1203.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[evidence]], [[testimony]]
|woodrun=[[evidence]], [[testimony]]
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Zeugnis]]</i>, Eur. <i>Suppl</i>. 1203.
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτῠρημα Medium diacritics: μαρτύρημα Low diacritics: μαρτύρημα Capitals: ΜΑΡΤΥΡΗΜΑ
Transliteration A: martýrēma Transliteration B: martyrēma Transliteration C: martyrima Beta Code: martu/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, testimony, E.Supp.1204.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
témoignage.
Étymologie: μαρτυρέω.

German (Pape)

τό, das Zeugnis, Eur. Suppl. 1203.

Russian (Dvoretsky)

μαρτύρημα: ατος (ῠ) τό свидетельство, подтверждение Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτύρημα: [ῠ], τό, μαρτυρία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1204.

Greek Monolingual

και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) μαρτυρώ
νεοελλ.
1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)
2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ' αυτόν τον άνθρωπο»)
αρχ.
το να αποτελεί κάποιος ή κάτι μαρτυρία ή απόδειξη για κάτι.

Greek Monotonic

μαρτύρημα: [ῠ], -ατος, τό, μαρτυρία, κατάθεση, σε Ευρ.

Middle Liddell

μαρτῠ́ρημα, ατος, τό,
testimony, Eur.

English (Woodhouse)

evidence, testimony

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)