συνοικιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[συνοικιστήρ]] co-[[founder]] εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ [[ταμίας]] Διὸς ἐν Πίσᾳ, [[συνοικιστήρ]] τε [[τᾶν]] κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: [[ὅτι]] οἱ πρόγονοι [[αὐτοῦ]] σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) (O. 6.6)
|sltr=[[συνοικιστήρ]] co-[[founder]] εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ [[ταμίας]] Διὸς ἐν Πίσᾳ, [[συνοικιστήρ]] τε [[τᾶν]] κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (''[[sc.]]'' Ἁγησίας: [[ὅτι]] οἱ πρόγονοι [[αὐτοῦ]] σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) (O. 6.6)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικιστήρ Medium diacritics: συνοικιστήρ Low diacritics: συνοικιστήρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: synoikistḗr Transliteration B: synoikistēr Transliteration C: synoikistir Beta Code: sunoikisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one who joins in peopling, fellow-colonist, Pi.O.6.6, Fr.186.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
cofondateur d'une colonie.
Étymologie: συνοικίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικιστήρ, -ῆρος, ὁ [συνοικίζω] mede-stichter.

Russian (Dvoretsky)

συνοικιστήρ: ῆρος ὁ заселитель, колонизатор (γαίας Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοικιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία.

English (Slater)

συνοικιστήρ co-founder εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, συνοικιστήρ τε τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: ὅτι οἱ πρόγονοι αὐτοῦ σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) (O. 6.6)

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
ιδρυτής πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].

Greek Monotonic

συνοικιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που από κοινού εποικίζει μια πόλη, συνιδρυτής πόλεως, συναποικιστής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

συνοικιστήρ, ῆρος, ὁ, [from συνοικίζω
a fellow-colonist, Pind.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = συνοικιστής, Pind. Συρακοσσᾶν Ol. 6.6, γαίας frg. 185.