κορυνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
|elnltext=κορυνηφόρος -ον [[[κορύνη]], [[φέρω]]] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:01, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνηφόρος Medium diacritics: κορυνηφόρος Low diacritics: κορυνηφόρος Capitals: ΚΟΡΥΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: korynēphóros Transliteration B: korynēphoros Transliteration C: koryniforos Beta Code: korunhfo/ros

English (LSJ)

ον,
A club-bearing, νύμφαι Epic. in Arch.Pap.7.7: as substantive, κορυνηφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratos, Hdt.1.59, Plu.Sol.30, D.L.1.66.
II peasants at Sicyon, Poll.3.83.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », gardes du corps de Pisistrate.
Étymologie: κορύνη, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).

Russian (Dvoretsky)

κορῠνηφόρος: ὁ Her., Plut., Diog. L. = κορυνήτης.

Greek Monolingual

-ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι
α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου
β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνη
γ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια του Ορόντη
2. (το αρσ.) προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κορυνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνηφόρος: -ον, ῥοπαλοφόρος, Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.

Middle Liddell

κορυνη-φόρος, ον φέρω
club-bearing: κορυνοφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratus, Hdt.

German (Pape)

Keulen, Kolben tragend; οἱ κορυνηφόροι hießen die Keulen tragenden Trabanten des Peisistratus, Her. 1.59, Plut. Sol. 30, Solon bei DL. 1.66. – Beiname des Priapus, Inscr. – Nach Poll. 3.83 hießen so die zwischen den Freien und den Sklaven stehenden Bauern der Sicyonier. Vgl. κατωνακοφόροι.