κάρηνον: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> tête;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> cime d'une montagne;<br /><b>2</b> point culminant d'une ville, citadelle, tour.<br />'''Étymologie:''' [[κάρη]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> [[tête]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> cime d'une montagne;<br /><b>2</b> point culminant d'une ville, citadelle, tour.<br />'''Étymologie:''' [[κάρη]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:45, 28 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dor. κάρανον A.Ch.396 (lyr.), Mosch.1.12 (Ion. κάρηνον 2.87); in derivs. the ᾱ prevails: (v. κάρα A):—head, mostly in plural (as always in Hom.), ἀνδρῶν κάρηνα, periphrasis for ἄνδρες, Il.11.500; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.10.521, etc.; βοῶν ἴφθιμα κάρηνα Il.23.260; ἵππων ξανθὰ κ. 9.407: metaph., of mountain peaks, Οὐλύμποιο κ. 1.44, etc.; of towns, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα 2.117, 9.24; Μυκάλης αἰπεινὰ κ. 2.869: in plural, of a single person, κάρηνα… Μελανίππου σπάσας E.Fr.537: sg. in h.Hom.8.12, 28.8, Mosch.ll. cc., Coluth.264, Anacreont. 1.11.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, der Kopf, = κάρη, im sing. H. h. 8, 12. 28, 8, sonst im plur.; κάρηνα Τρώων, die Troer, Il. 11, 158; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od. 10, 521; ἵππων ξανθὰ κάρηνα Il. 9, 407; βοῶν ἴφθιμα κάρ. 23, 260. Auch vom Gipfel des Berges, Οὐλύμποιο καρήνων Il. 1, 44, Μυκάλης αἰπεινὰ κάρ. 2, 869, ὀρέων 20, 58; πολίων 2, 117; sp. D., wie Anacr. 1, 11. 7, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. tête;
II. p. anal.
1 cime d'une montagne;
2 point culminant d'une ville, citadelle, tour.
Étymologie: κάρη.
English (Autenrieth)
(κάρη): only pl., heads, also summits (ὀρέων), and of towers, battlements, Il. 2.117.
Greek Monolingual
κάρηνον και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α)
1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» — κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ' Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.)
3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα μέσω ενός αμάρτ. τ. κάρασνον].
Greek Monotonic
κάρηνον: τό, Δωρ. κάρᾱνον (κάρη)·
1. κεφάλι, κυρίως στον πληθ. ἀνδρῶν κάρηνα, περιφρ. αντί ἄνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· νεκύων κ. αντί νέκυες, σε Ομήρ. Οδ.· βοῶν κ., όπως λέμε, τόσα κεφάλια βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ. λέγεται για βουνοκορφές, Οὐλύμποιο κ., στο ίδ.· λέγεται και σε πόλεις, ακρόπολη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κάρηνον: дор. κάρᾱνον (κᾰ) τό преимущ. pl.
1 голова (κάρανα δαΐζειν Aesch.): (описательно) κάρηνα Τρώων Hom. = Τρῶες; ἵππων κάρηνα Hom. = ἵπποι; νεκύων κάρηνα Hom. = νέκυες;
2 вершина, высота (Οὐλύμποιο, πολίων Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρηνον -ου, τό, Dor. κάρανον [κάρα] hoofd, meestal plur.; spec. ter omschrijving van persoon:; πίπτε κάρηνα Τρώων φευγόντων de Trojanen vielen op hun vlucht Il. 11.157; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα de krachteloze doden Od. 10.521; overdr. hoogste punt, top:. κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων van de toppen van de Olympus af Il. 1.44; πολλάων πολίων κατέλυε κάρηνα van vele steden heeft hij de citadel verwoest Il. 2.117.
Middle Liddell
κάρηνον, ου, τό, κάρη
1. the head, mostly in plural, ἀνδρῶν κάρηνα, periphrasis for ἄνδρες, Il.; νεκύων κ., for νέκυες, Od.; βοῶν κ., as we say, so many head of cattle, Il.
2. metaph. of mountain- peaks, Οὐλύμποιο κ. Il.; and of towns, a citadel, Il.