καθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> καθείργνυον, <i>f.</i> καθείρξω, <i>ao.</i> καθεῖρξα, <i>Pass. part. pf.</i> καθειργμένος;<br />enfermer, emprisonner.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἵργνυμι]].
|btext=<i>impf.</i> καθείργνυον, <i>f.</i> καθείρξω, <i>ao.</i> καθεῖρξα, <i>Pass. part. pf.</i> καθειργμένος;<br />[[enfermer]], [[emprisonner]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἵργνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:50, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθείργνῡμι Medium diacritics: καθείργνυμι Low diacritics: καθείργνυμι Capitals: ΚΑΘΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katheírgnymi Transliteration B: katheirgnymi Transliteration C: katheirgnymi Beta Code: kaqei/rgnumi

English (LSJ)

and in Luc.Am.39 καθείργω (= κατείργω, q.v.): aor. 1 A καθεῖρξα E.Ba.618 (troch.), etc.:—shut in, confine, usually of animals or persons, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238; οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.l.c.; τὸν πατέρα… ἔνδον καθείρξας Ar.V.70, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht.197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib.200c; ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3; ἐν οἰκίσκῳ D.18.97. 2 rarely of things, καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3; τὴν σελήνην… ἐς λοφεῖον Ar.Nu.751; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg.461d.

German (Pape)

[Seite 1282] (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.

French (Bailly abrégé)

impf. καθείργνυον, f. καθείρξω, ao. καθεῖρξα, Pass. part. pf. καθειργμένος;
enfermer, emprisonner.
Étymologie: κατά, εἵργνυμι.

Greek Monolingual

καθείργνυμι (AM)
βλ. καθειργνύω.

Greek Monotonic

καθείργνῡμι: Ιων. κατ-· αόρ. αʹ καθεῖρξα· εγκλείω, κλείνω μέσα, περικλείω, εσωκλείω, περιορίζω, φυλακίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθείργνῡμι: ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)
1 запирать, заключать (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τὴν σκηνήν τινα Plut.): κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. обложить кого-л. хворостом (для сожжения); οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. осужденные на смерть узники; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κακίαν Plut. целиком предаться пороку;
2 вводить в надлежащие рамки, ограничивать (τὴν μακρολογίαν Plat.).

Middle Liddell

ionic κατ- aor1 καθεῖρξα
to shut in, enclose, confine, imprison, Od., Hdt., attic