ἄχρωστος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;<br /><b>2</b> non coloré, sans couleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χρώννυμι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui ne sent pas le contact de la peau]], [[non touché]];<br /><b>2</b> non coloré, sans couleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[χρώννυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωστος Medium diacritics: ἄχρωστος Low diacritics: άχρωστος Capitals: ΑΧΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrōstos Transliteration B: achrōstos Transliteration C: achrostos Beta Code: a)/xrwstos

English (LSJ)

ον, (χρώζω) A untouched, ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.Hel. 831. II uncoloured, colourless, Democr. ap. Plu.2.1111a.

Spanish (DGE)

-ον no tocado ἄχρωστα γόνατ' ἐμῶν ... χερῶν E.Hel.831.
-ον
que no tiene color τὸ δ' ἀναφὲς καὶ ἄχρωστον καὶ ὅλως ἄποιον οὐκ ἔχει διαφοράν, ἀλλ' ὅμοιόν ἐστιν Plu.2.947c, cf. 948e, Plu.2.1111a (= Democr.A 57).

German (Pape)

[Seite 420] 1) unberührt, τινός, von etwas, Eur. Hel. 831. – 2) ungefärbt, Plut. adv. Col. 8, öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;
2 non coloré, sans couleur.
Étymologie: , χρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρωστος:
1 нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;
2 Plut. = ἀχρωμάτιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωστος: -ον, (χρώζω) ἄψαυστος, ἄθικτος, ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, ἄχρωμος, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.

Greek Monolingual

ἄχρωστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος
2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].

Greek Monotonic

ἄχρωστος: -ον (χρώζω), άθικτος, χερῶν ἐμῶν, με τα χέρια μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρώζω
untouched, χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.