οἰκεύς: Difference between revisions
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως, <i>ion.</i> ῆος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[parent]];<br /><b>2</b> serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]]. | |btext=έως, <i>ion.</i> ῆος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[parent]];<br /><b>2</b> [[serviteur]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:47, 30 November 2022
English (LSJ)
έως, Ion. ῆος, ὁ, = οἰκέτης, inmate of one's house, μὴ… φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Il.5.413, cf. 6.366, Od.17.533; but elsewhere, as in 4.245, 14.4, al., = menial, servant, cf. Sol. ap. Lys.10.19, S.OT756, Theoc.25.33; serf, Leg.Gort.2.8, al. (ϝοικ-).
German (Pape)
[Seite 299] ὁ, = οἰκέτης, Hausgenosse; ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱόν, Il. 6, 366, vgl. 5, 413 Od. 17, 533; bes. in der Od. die Haussklaven, Diener, οἰκήων, οὓς ἐκτήσατο, 14, 4, vgl. 63. 4, 245. 16, 303; Soph. O. R. 756; Lys. 10, 19 führt es aus Solons Gesetzen an und erklärt es θεράπων.
French (Bailly abrégé)
έως, ion. ῆος (ὁ) :
1 parent;
2 serviteur.
Étymologie: οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
οἰκεύς: έως, ион. ῆος ὁ
1 член семьи, домочадец Hom.;
2 слуга Hom., Soph., Lys.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, οἰκεῖος, μὴ ... φίλους οἰκῆας ἐγείρῃ Ἰλ. Ε. 413· ὄφρα ἴδωμαι οἰκῆας, ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱὸν Ζ. 366, Ὀδ. Ρ. 533· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ, ὡς ἐν Δ. 245, Ξ. 4, κτλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δούλου, ὑπηρέτης, πρβλ. Σόλωνα παρὰ Λυσ. 117. 41, Σοφ. Ο. Τ. 756.
English (Autenrieth)
ῆος (ϝοῖκος): inmate of a house, then servant, mostly pl., Od. 4.245, Od. 14.4.
Greek Monolingual
οἰκεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α)
1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος του σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.)
2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ' ἐκσωθεὶς μόνος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].
Greek Monotonic
οἰκεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ, = οἰκέτης, οικείος,
I. ένοικος, σε Όμηρ.
II. οικιακός υπηρέτης, δούλος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
Middle Liddell
οἰκεύς, έως Ionic ῆος, ὁ, = οἰκέτης
I. an inmate of one's house, Hom.
II. a menial, servant, Od., Soph.