ναοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 <i>")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui réside dans un temple]];<br /><b>2</b> conservateur <i>ou</i> inspecteur d'un temple.<br />'''Étymologie:''' [[ναός]], [[πολέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui réside dans un temple]];<br /><b>2</b> [[conservateur]] <i>ou</i> inspecteur d'un temple.<br />'''Étymologie:''' [[ναός]], [[πολέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:25, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱοπόλος Medium diacritics: ναοπόλος Low diacritics: ναοπόλος Capitals: ΝΑΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: naopólos Transliteration B: naopolos Transliteration C: naopolos Beta Code: naopo/los

English (LSJ)

Ion. νηοπ-, ον, A dwelling or busied in a temple, μάντις Pi.Fr.51 Schroeder, cf. Man.4.427. II as substantive, overseer of a temple, Hes.Th.991.

German (Pape)

[Seite 228] ion. νηοπόλος, der sich im Tempel aufhält, darin beschäftigter Tempelaufseher; Hes. Th. 991; Alcaeus oder Pind. bei Strab. 9, 2, 34.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui réside dans un temple;
2 conservateur ou inspecteur d'un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

νᾱοπόλος:
I ион. νηοπόλος 2 обитающий при храме, храмовой (μάντις Pind.).
II ион. νηοπόλος ὁ хранитель (страж) храма Hes.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοπόλος: Ἰων. νηοπ-, ον, ὁ κατοικῶν ἢ ἀσχολούμενος ἐν τῷ ναῷ, μάντις Πινδ. Ἀποσπ. 70. 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπόπτης ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991.

English (Slater)

νᾱοπόλος minister of a temple ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (i. e. Teneros, son of Apollo: v. δάπεδον) fr. 51d.

Greek Monolingual

ναοπόλος και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α)
1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ.ναοπόλος
φύλακας, επιστάτης ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη-πόλος, ονειρο-πόλος.

Greek Monotonic

νᾱοπόλος: ὁ (πολέω), Ιων. νηοπ-, αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει ναό, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πολέω
the overseer of a temple, Hes.