συλλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συλλοχίζω [σύν, λόχος] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.
|elnltext=συλλοχίζω &#91;[[σύν]], [[λόχος]]] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:03, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλοχίζω Medium diacritics: συλλοχίζω Low diacritics: συλλοχίζω Capitals: ΣΥΛΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: syllochízō Transliteration B: syllochizō Transliteration C: syllochizo Beta Code: sulloxi/zw

English (LSJ)

A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας) ; εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω. II arrange λόχοι in order (cf.sq.), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 976] mit Andern in λόχους vertheilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλοχίζω [σύν, λόχος] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.

Russian (Dvoretsky)

συλλοχίζω: (о солдатах или войсковых подразделениях)
1 сводить, соединять (εἰς ἓν τάγμα Plut.);
2 разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);
3 выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].

Greek Monotonic

συλλοχίζω: μέλ. -σω, ενώνω τους στρατιώτες σε σώματα, τους συνενώνω σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.

Middle Liddell

fut. σω
to incorporate soldiers, Plut.