καταναίω: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. épq.</i> [[κατένασσα]];<br />établir, placer sur <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταναίο]]μαι (<i>ao.</i> [[κατενασσάμην]]) établir sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ναίω]]¹.
|btext=<i>ao. épq.</i> [[κατένασσα]];<br />établir, placer sur <i>ou</i> dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταναίομαι]] (<i>ao.</i> [[κατενασσάμην]]) établir sur <i>ou</i> dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ναίω]]¹.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:11, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταναίω Medium diacritics: καταναίω Low diacritics: καταναίω Capitals: ΚΑΤΑΝΑΙΩ
Transliteration A: katanaíō Transliteration B: katanaiō Transliteration C: katanaio Beta Code: katanai/w

English (LSJ)

A make to dwell, settle:—Act. only in poet. aor., κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes.Op.168; κ. ὑπὸ Χθονός Id.Th.6 20; γουνοῖσιν Νεμείης ib.329, cf. B.3.60:—aor. Med., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη A.Eu.929 (anap.):—Pass., only in aor., take up one's abode, dwell, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθη E.Ph.207 (lyr.); ἐν τῇ Χώρᾳ κατένασθεν (3pl.) Ar.V.662: so in aor. Med., ἐν Κέῳ κατενάσσατο A.R.2.520. 2 establish, βωμόν B.10.41.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. ναίω), trans. im aor. I. κατένασσα, Bewohner wohinsetzen, ansiedeln, Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Hes. O. 166, γουνοῖ. σιν κατένασσε Νεμείης Th. 329, ὑπὸ χθονός 620; so auch med. aor., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Aesch. Eum. 889; Ap. Rh. 2, 520, ἐν δὲ Κέῳ κατενάσσατο, in der Bdtg sich ansiedeln, wohnen, wie sonst der aor. pass., ἵν' ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Eur. Phoen. 215; Ar. Vesp. 862.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. κατένασσα;
établir, placer sur ou dans;
Moy. καταναίομαι (ao. κατενασσάμην) établir sur ou dans.
Étymologie: κατά, ναίω¹.

Russian (Dvoretsky)

καταναίω: (только эп. aor. κατένασσα) селить, поселять, водворять (τινὰ ἐς πείρατα γαίης, γουνοῖσι Νεμείης, ὑπὸ χθονός Hes.; med. μεγάλας δαίμονας Aesch.); med.-pass. селиться, aor. обитать (ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ Eur.; ἐν τῇ χώρᾳ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταναίω: (ναίω), κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ, κατοικίζω· ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ., τοῖς δὲ βίοτον ὀπάσσας κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 167· κ. ὑπὸ χθονὸς ὁ αὐτ. ἐν Θ. 620· γουνοῖσιν κ. Νεμείης αὐτόθι 329· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ., δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ κατανασσαμένη Αἰσχ. Εὐμ. 929·― καὶ ὁ Παθ. ἀόρ. ὡς μέσος, κατοικῶ, ἀποικῶ, ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ κατενάσθην Εὐρ. Φοίν. 207· ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν (γ΄ πλ.) Ἀριστοφ. Σφῆκ. 662· οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. ἐν Κέῳ κατενάσσατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 520. 2) καταναίειν, ἱδρύειν· βωμὸν κατένασσε Βακχυλίδ. ΧΙ. 40

Greek Monolingual

καταναίω (Α)
1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώκατένασσε δ' ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.)
2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε»)
3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι
αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ναίω «κατοικώ, εγκαθιστώ»].

Greek Monotonic

καταναίω: κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ, χρησ. μόνο στον αόρ. αʹ κατένασσα, σε Ησίοδ. — Μέσ., αόρ. αʹ κατανασσαμένη, σε Αισχύλ. — Παθ., αποικώ, κατοικώ, διαμένω, μόνο σε αόρ. αʹ κατενάσθην, στον Ευρ.· ποιητ. γʹ πληθ. κατένασθεν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to make to dwell, settle, only used in aor1 κατένασσα Hes.:—Mid., aor1 κατανασσαμένη Aesch.: —Pass. to take up one's abode, dwell, only in aor1 κατενάσθην, Eur.; poet. 3rd pl. κατένασθεν Ar.