παραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , , .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui amène]], [[qui introduit]], [[initiateur]];<br /><b>2</b> qui égare, qui séduit, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui amène]], [[qui introduit]], [[initiateur]];<br /><b>2</b> [[qui égare]], [[qui séduit]], [[trompeur]].<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[παραγωγός]], -όν, ΝΑ [[παράγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα [[προϊόν]] («[[χώρα]] [[παραγωγός]] αγροτικών προϊόντων»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[παραγωγός]]<br />α) [[άτομο]] που εργάζεται στην [[παραγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον έμπορο και τον καταναλωτή<br />β) ο [[υπεύθυνος]] για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική [[εποπτεία]] της παραγωγής και [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[εξεύρεση]] τών οικονομικών πόρων, τη [[μίσθωση]] καλλιτεχνών και τεχνικών και την [[κάλυψη]] όλων τών άλλων εξόδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραγώγως</i> Α<br /><b>(τροπ.)</b> ([[ιδίως]] για [[γράμμα]] ή [[συλλαβή]]) με μικρή [[μεταβολή]].
|mltxt=-ό / [[παραγωγός]], -όν, ΝΑ [[παράγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάτι]], που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα [[προϊόν]] («[[χώρα]] [[παραγωγός]] αγροτικών προϊόντων»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[παραγωγός]]<br />α) [[άτομο]] που εργάζεται στην [[παραγωγή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον έμπορο και τον καταναλωτή<br />β) ο [[υπεύθυνος]] για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική [[εποπτεία]] της παραγωγής και [[είναι]] [[υπεύθυνος]] για την [[εξεύρεση]] τών οικονομικών πόρων, τη [[μίσθωση]] καλλιτεχνών και τεχνικών και την [[κάλυψη]] όλων τών άλλων εξόδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά<br /><b>2.</b> [[δημιουργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραγώγως</i> Α<br /><b>(τροπ.)</b> ([[ιδίως]] για [[γράμμα]] ή [[συλλαβή]]) με μικρή [[μεταβολή]].
}}
}}

Revision as of 10:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγωγός Medium diacritics: παραγωγός Low diacritics: παραγωγός Capitals: ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: paragōgós Transliteration B: paragōgos Transliteration C: paragogos Beta Code: paragwgo/s

English (LSJ)

όν, A misleading, deceitful, ὦ πρόδοτι καὶ παραγωγέ Com.Adesp.595. 2 creative, Ascl. in Metaph.92.5. II Pass. (proparox.), easily movable, ὀστέα Hp.Fract.16 (Comp.). 2 derived from another word, opp. πρωτότυπος, D.T.634.21, A.D.Adv. 146.2; ἔκ τινος Id.Synt.200.21, EM97.33; τινος Eust.1553.35. Adv. -γως by a slight change, Plu.2.316a, Ath.11.480f. b formed in parody, ἔπος Numen. ap. Eus.PE14.5.

German (Pape)

[Seite 476] 1) nebenbei, vorbei, seitwärts führend, Sp. u. VLL., auch irreführend, verleitend, p. bei Phot. v. μύραινα. – 2) abgeleitet, oft bei den Gramm., wie E. M. παραγωγόν τινος u. ἔκ τινος, von einem Worte hergeleitet, bes. durch Anhängung gewisser Endsylben, vgl. Schol. Il. 16, 635, παραγωγὸν ἡγοῦνται, τουτέστι παρολκὴν τῆς ἐπὶ τέλους λέξεως. – Auch adv., ἀντὶ τοῦ κύλικες παραγωγῶς κυλιχνίδας εἴρηκε, Ath. XI, 480 f; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1390; τὸ εἷναι καὶ ἀφεῖναι παραγωγῶς γέγονεν ἕμεναι, Schol. Il. 11, 141, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui amène, qui introduit, initiateur;
2 qui égare, qui séduit, trompeur.
Étymologie: παράγω.

Greek Monolingual

-ό / παραγωγός, -όν, ΝΑ παράγω
νεοελλ.
1. αυτός που παράγει κάτι, που καλλιεργεί ή κατασκευάζει ένα προϊόνχώρα παραγωγός αγροτικών προϊόντων»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η παραγωγός
α) άτομο που εργάζεται στην παραγωγή, σε αντιδιαστολή προς τον έμπορο και τον καταναλωτή
β) ο υπεύθυνος για τον οικονομικό και διευθυντικό τομέα της παραγωγής ενός κινηματογραφικού, θεατρικού ή ραδιο-τηλεοπτικού έργου, δηλ. αυτός που έχει τη γενική εποπτεία της παραγωγής και είναι υπεύθυνος για την εξεύρεση τών οικονομικών πόρων, τη μίσθωση καλλιτεχνών και τεχνικών και την κάλυψη όλων τών άλλων εξόδων
αρχ.
1. αυτός που παρασύρει, που παραπλανεί, που εξαπατά
2. δημιουργικός.
επίρρ...
παραγώγως Α
(τροπ.) (ιδίως για γράμμα ή συλλαβή) με μικρή μεταβολή.