ἀναφανδόν: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />ouvertement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφαίνω]], -δον.
|btext=<i>adv.</i><br />[[ouvertement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναφαίνω]], -δον.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:28, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφανδόν Medium diacritics: ἀναφανδόν Low diacritics: αναφανδόν Capitals: ΑΝΑΦΑΝΔΟΝ
Transliteration A: anaphandón Transliteration B: anaphandon Transliteration C: anafandon Beta Code: a)nafando/n

English (LSJ)

Adv. = ἀναφανδά (visibly, openly, before the eyes of all), Il. 16.178, Hdt. 2.35, 46, Pl. Prt. 348e, etc. ; poet. ἀμφανδόν Pi. P. 9.41.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμφανδόν B.Fr.60.25, Pi.P.9.41
abiertamente, públicamente ὁς ῥ' ἀναφανδὸν ὄπυιε Il.16.178, cf. B.l.c., Pi.l.c., τὰ δὲ μὴ αἰσχρὰ (ἐστὶ ποιέειν χρεόν) ἀναφανδόν Hdt.2.35, cf. 46, ἀ. σεαυτὸν ὑποκηρυξάμενος εἰς πάντας τοὺς Ἕληνας Pl.Prt.348e, cf. Plb.32.5.11, Luc.Astrol.12, Syr.D.24, πῶς οὐκ ἐμήδιζον ἀναφανδόν ...; Plu.2.863f, διεχλεύαζε I.AI 15.220, cf. BI 4.165, πᾶσι γὰρ [ἐν τεκέ] εσσιν ἐμοῖς ἀ. ἐπέστης IUrb.Rom.184.10 (II d.C.), ταῦτα ... ἀ. οὕτω γιγνόμενα D.C.60.18.2
c. εἰς: τλήτω ... εἰς ἀ. ἱκέσθαι Q.S.3.69.

German (Pape)

[Seite 213] dass., Il. 16, 178; Her. 1, 46; Plat. Prot. 348 e u. öfter; auch bei Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω, -δον.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφανδόν: поэт. ἀμφανδόν adv. явно, открыто Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφανδόν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Ἰλ. Π. 178, Ἡρόδ. 2. 35, 46, Πλάτ. Πρωτ. 348Ε, κτλ.: ποιητ. ἀμφανδὸν Πινδ. ΙΙ. 9. 73.

Greek Monolingual

ἀναφανδόν) αναφαίνω
φανερά, απροκάλυπτα, χωρίς επιφύλαξη.

Greek Monotonic

ἀναφανδόν: επίρρ. = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.

Mantoulidis Etymological

(=φανερά). Ἀπό τό ἀναφαίνω (=φανερώνω), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα ἀνάφανσις, ἀναφανδά (=φανερά). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φαίνω.