ποτή: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />vol, essor.<br />'''Étymologie:''' [[πέτομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[vol]], [[essor]].<br />'''Étymologie:''' [[πέτομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτή Medium diacritics: ποτή Low diacritics: ποτή Capitals: ΠΟΤΗ
Transliteration A: potḗ Transliteration B: potē Transliteration C: poti Beta Code: poth/

English (LSJ)

(A), ἡ, A flight, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337; ποτῇσι v.l. in h.Merc.544; ποτὴν ἴσον dub.l. in Alex.Aet.5.5.
ποτή (B), ἡ, sample of wine, ἐκ ληνοῦ POxy.1673.12, al. (ii A. D.), cf. BGU1143.18 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
vol, essor.
Étymologie: πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτή -ῆς, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.

Russian (Dvoretsky)

ποτή:полет, взлет Hom.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): flying, flight, Od. 5.337†.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέτομαι «πετώ» + κατάλ. -η].
(II)
ἡ, Α
μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. ποτ-ός) + κατάλ. -η (βλ. λ. πίνω)].

Greek Monotonic

ποτή: ἡ, = πτῆσις, πτήση, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτή: ἡ, = πτῆσις, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542.

Middle Liddell

ποτή, ἡ, = πτῆσις
flight, Od.