κοινογονία: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] [[kruising van soorten]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, mixing of breeds, opp. ἰδιογονία, ib.d.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Gegensatz ἰδιογονία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.
Russian (Dvoretsky)
κοινογονία: ἡ смешивание разных пород, скрещивание Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κοινογονία: ἡ, ἡ διὰ τῆς μίξεως κοινὴ γονιμοποίησις δύο διαφόρων γενῶν, οἷον τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνου, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογονία, Πλάτ. Πολιτ. 265D.
Greek Monolingual
κοινογονία, ἡ (Α)
η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γονία (< -γονος < γόνος), πρβλ. αγαθογονία, αρχαιογονία].