κρυψίνους: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] [[die zijn ware gedachten verborgen houdt]]. | |elnltext=κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [[[κρύψις]], [[νοῦς]]] [[die zijn ware gedachten verborgen houdt]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:00, 29 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for κρυψίνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κρυψίνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM κρυψίνους, -ουν και -οος, -οον)
1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του
2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.).
επίρρ...
κρυψίνως (Α)
ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + νοῦς (πρβλ. κακό-νους, κουφό-νους)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυψίνους -νουν, zonder contr. κρυψίνοος -νοον [κρύψις, νοῦς] die zijn ware gedachten verborgen houdt.
Middle Liddell
κρυψί-νους, ουν
hiding one's thoughts, dissembling, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κρύβει τούς στοχασμούς του). Ἀπό τό κρύπτω + νοῦς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρύπτω.
German (Pape)
zusammengezogen st. κρυψίνοος.