κακοπονητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakoponitikos
|Transliteration C=kakoponitikos
|Beta Code=kakoponhtiko/s
|Beta Code=kakoponhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[unfit for toil]], ἕξις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1335b7</span>.
|Definition=κακοπονητική, κακοπονητικόν, [[unfit for toil]], ἕξις Arist.''Pol.''1335b7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακοπονητικός --όν &#91;[[κακός]], [[πονέω]]] [[ongeschikt voor lichamelijk werk]].
|elnltext=κακοπονητικός -ή -όν &#91;[[κακός]], [[πονέω]]] [[ongeschikt voor lichamelijk werk]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[πονητικός]], ή, όν [[πονέω]]<br />[[unfit]] for [[toil]], Arist.
|mdlsjtxt=κᾰκο-[[πονητικός]], ή, όν [[πονέω]]<br />[[unfit]] for [[toil]], Arist.
}}
}}

Revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπονητικός Medium diacritics: κακοπονητικός Low diacritics: κακοπονητικός Capitals: ΚΑΚΟΠΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakoponētikós Transliteration B: kakoponētikos Transliteration C: kakoponitikos Beta Code: kakoponhtiko/s

English (LSJ)

κακοπονητική, κακοπονητικόν, unfit for toil, ἕξις Arist.Pol.1335b7.

German (Pape)

[Seite 1302] ή, όν, zu Strapatzen untauglich, ἕξις σώματος Arist. pol. 7, 14, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
peu propre à supporter la fatigue ou le travail.
Étymologie: κακός, πονέω.

Greek Monolingual

κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῦ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].

Greek Monotonic

κᾰκοπονητικός: -ή, -όν (πονέω), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπονητικός: непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный (ἕξις σώματος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπονητικός -ή -όν [κακός, πονέω] ongeschikt voor lichamelijk werk.

Middle Liddell

κᾰκο-πονητικός, ή, όν πονέω
unfit for toil, Arist.