διαστίζω: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "tr" to "tr")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[salpicar]], [[manchar de puntos]] ([[βραχίων]]) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo</i> Nonn.<i>D</i>.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.<br /><b class="num">2</b> gram. [[puntuar]], [[poner signos de puntuación a]] τὰ Ἡρακλείτου Arist.<i>Rh</i>.1407<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">II</b> fig. [[distinguir]], [[diferenciar]] τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.<i>Fr</i>. en Thdt.<i>Eran</i>.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.<i>D</i>.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.<i>in Ph</i>.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.<i>Nou</i>.115.4.4, abs. Arr.<i>Epict</i>.1.17.5<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.<i>in Ph</i>.704.15, cf. 17<br /><b class="num">•</b>métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto</i> n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[salpicar]], [[manchar de puntos]] ([[βραχίων]]) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo</i> Nonn.<i>D</i>.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.<br /><b class="num">2</b> gram. [[puntuar]], [[poner signos de puntuación a]] τὰ Ἡρακλείτου Arist.<i>Rh</i>.1407<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">II</b> fig. [[distinguir]], [[diferenciar]] τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.<i>Fr</i>. en Thdt.<i>Eran</i>.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.<i>D</i>.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.<i>in Ph</i>.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.<i>Nou</i>.115.4.4, abs. Arr.<i>Epict</i>.1.17.5<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.<i>in Ph</i>.704.15, cf. 17<br /><b class="num">•</b>métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto</i> n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:15, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστίζω Medium diacritics: διαστίζω Low diacritics: διαστίζω Capitals: ΔΙΑΣΤΙΖΩ
Transliteration A: diastízō Transliteration B: diastizō Transliteration C: diastizo Beta Code: diasti/zw

English (LSJ)

A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c. 2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130. 3 brand, Just.Nov.115.4.

Spanish (DGE)

I tr.
1 salpicar, manchar de puntos (βραχίων) ... διαστίζουσα ... νῶτα κονίης (el brazo cortado) manchando de sangre el rastro de polvo Nonn.D.28.130, en v. pas. (δορὰ παρδάλεως) τῇ μίξει τῶν ἑτεροχροούντων διεστιγμένη Basil.M.31.873B.
2 gram. puntuar, poner signos de puntuación a τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13.
II fig. distinguir, diferenciar τὴν τῆς θεότητος καὶ τοῦ σώματος φύσιν Ambr.Fr. en Thdt.Eran.188 (p.165), κρυφίην ὠδῖνα τοκετοῖο e.d. el hijo bastardo del que no lo es, Nonn.D.23.95, ὁ χρόνος οὐκ εἰς δύο πέρατα διαστίξει (τὸ νῦν) ἀλλ' εἰς ἕν Them.in Ph.141.28, Πλάτων δὲ διέστιξε πρῶτος τὸ κατ' ἄνδρα καὶ βίον ἰδιάζον Stob.2.7.3c, ἅπερ ἐπὶ τῷ τῶν γονέων προσώπῳ διεστίξαμεν Iust.Nou.115.4.4, abs. Arr.Epict.1.17.5
en v. med.-pas. δύο σημεῖα ... διαστίξονται ἀπ' ἀλλήλων Phlp.in Ph.704.15, cf. 17
métr. διεστιγμένον ἐλέγειον elegíaco distinto n. del pentámetro en un dístico ¯˘˘¯˘˘¯¯˘˘¯˘˘¯ Mar.Vict.111.14.

German (Pape)

[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.

French (Bailly abrégé)

ao. διέστιξα;
séparer par des signes de ponctuation, ponctuer, acc..
Étymologie: διά, στίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαστίζω: расставлять знаки препинания, снабжать интерпункцией (τὰ Ἡρακλείτου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζωδιακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.

Greek Monolingual

(AM διαστίζω) στίζω
1. χωρίζω λέξη ή φράση με τα σημεία στίξεως
2. γεμίζω με στίγματα κάτι ή κάποιον, διακοσμώ με στίγματα
μσν.
στιγματίζω, καυτηριάζω
αρχ.-μσν.
διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στίζω interpungeren, leestekens aanbrengen.