δολόεις: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=-εν [[astuto]] de Selene-Ártemis ἐνεύχομαί σοι ... τλητή, δολόεσσα <b class="b3">a ti te suplico, paciente, astuta</b> P IV 2285 σὲ καλῶ, ἐλλοφόνα, δολόεσσα <b class="b3">a ti te llamo, matadora de ciervos, astuta</b> P IV 2726 | |esmgtx=-εν [[astuto]] de Selene-Ártemis ἐνεύχομαί σοι ... τλητή, δολόεσσα <b class="b3">a ti te suplico, paciente, astuta</b> P IV 2285 σὲ καλῶ, ἐλλοφόνα, δολόεσσα <b class="b3">a ti te llamo, matadora de ciervos, astuta</b> P IV 2726 | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[untrustworthy]]=== | |||
Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: [[onbetrouwbaar]]; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: [[unzuverlässig]]; Greek: [[αναξιόπιστος]]; Ancient Greek: [[ἀναξιόπιστος]], [[ἀπίθανος]], [[ἄπιστος]], [[δολερός]], [[δολόεις]], [[δολῶπις]], [[παλίμβολος]]; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: [[infidus]], [[levifidus]]; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: [[ненадёжный]], [[не заслуживающий доверия]]; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 8 April 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, (δόλος) A subtle, wily, Καλυψώ, Κίρκη, Od.7.245, 9.32. II of things, craftily contrived, artful, δέσματα 8.281; θάνατος Hellanic.69(a) J.; Τροίας ἕδη E.IA1527 (lyr.).
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
1 de dioses y pers. artero, astuto, pérfido Καλυψώ Od.7.245, Κίρκη Od.9.32, de Medea, A.R.3.89, cf. AP 4.3b.25, de Odiseo, Q.S.5.449, de Ares, Nonn.D.4.242, de Eros, Nonn.D.15.220, de Hermes, Nonn.D.9.233, de Selene PMag.4.2285.
2 de cosas y abstr. engañoso, doloso ἀράχνια ... δολόεντα ref. a las cadenas con que apresó Hefesto a Afrodita y Ares Od.8.281, πότμος Batr.(1)50, θάνατος Hellanic.169a, καὶ δολόεντα Τροίας ἕδη E.IA 1527, ἀρωγή A.R.2.423, μόρος Opp.H.2.156, 4.120, ἐσωπή Opp.H.4.358, ὄνειρα SHell.1148, ἀοιδή Orac.Sib.5.326, ἵππος del caballo de Troya, Q.S.12.169, 14.139, σώματα Triph.413, φύσις Synes.Hymn.1.705, ὕπνος Nonn.D.48.757.
German (Pape)
[Seite 655] εσσα, εν, voll List, listenreich, listig; Homer dreimal: Odyss. 7, 245 δολόεσσα Καλυψώ; 9, 32 Κίρκη δολόεσσα; 8, 281 von Fesseln (δέσματα) πέρι γὰρ δολόεντα τέτυκτο. – Τροίας ἕδη Eur. I. A. 1527; ἀρωγή Ap. Rh. 2, 423.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 artificieux, perfide;
2 fait avec un art perfide.
Étymologie: δόλος.
Russian (Dvoretsky)
δολόεις: όεσσα, όεν хитрый, коварный, лукавый (Καλυψω, δέσματα Hom.; Τροίας ἕδη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δολόεις: εσσα, εν, (δόλος) δόλιος, πανοῦργος, Καλυψώ, Κίρκη Ὀδ. Η. 245, Ι. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πανούργως ἐπινοηθεὶς ἢ κατασκευασθείς, πλήρης τέχνης ἢ τεχνασμάτων, ὡς τὸ τεχνήεις, δέσματα Θ. 281· θάνατος Ἑλλάν. 82· Τροίας ἕδη Εὐρ. Ι. Α. 1527.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (δόλος): artful; fig., δέσματα, Od. 8.281.
Greek Monolingual
δολόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για πρόσ.) δολερός, πανούργος
2. (για πράγμ.) αυτός που επινοήθηκε ή κατασκευάστηκε με πανουργία.
Greek Monotonic
δολόεις: -εσσα, -εν (δόλας),
I. δόλιος, πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για πράγματα, πονηρά, επινοημένος, κατασκευασμένος, με τεχνάσματα, σε Ευρ.
Middle Liddell
δολόεις, εσσα, εν adj δόλος
I. subtle, wily, Od.
II. of things, craftily contrived, Eur.
Léxico de magia
-εν astuto de Selene-Ártemis ἐνεύχομαί σοι ... τλητή, δολόεσσα a ti te suplico, paciente, astuta P IV 2285 σὲ καλῶ, ἐλλοφόνα, δολόεσσα a ti te llamo, matadora de ciervos, astuta P IV 2726
Translations
untrustworthy
Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte