εὐφρόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφρόσῠνος:''' -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί [[εὔφρων]]· επίρρ. <i>-νως</i>, εύθυμα, κεφάτα, με [[κέφι]], σε Θέογν.
|lsmtext='''εὐφρόσῠνος:''' -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί [[εὔφρων]]· επίρρ. <i>-νως</i>, εύθυμα, κεφάτα, με [[κέφι]], σε Θέογν.
}}
{{pape
|ptext=η, ον, <i>froh</i>, εὐφροσύναις ἀοιδαῖς scol. Ath. XV.694d; <i>Ep.adesp</i>. 73 (aber Nicarch. <i>Anth. Pal</i>. V.40 steht εἰς ποίην ἀκτὴν [[εὐφρόσυνον]] γέγονας, in der Bdtg <i>[[fröhlich]] [[machend]]</i>) und Sp., s. Lobeck path. 231.<br>• adv., εὐφροσύνως διάγειν Theogn. 766.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for [[εὔφρων]]<br />adv. -νως, in [[good]] [[cheer]], Theogn.
|mdlsjtxt=poet. for [[εὔφρων]]<br />adv. -νως, in [[good]] [[cheer]], Theogn.
}}
{{pape
|ptext=η, ον, <i>froh</i>, εὐφροσύναις ἀοιδαῖς scol. Ath. XV.694d; <i>Ep.adesp</i>. 73 (aber Nicarch. <i>Anth. Pal</i>. V.40 steht εἰς ποίην ἀκτὴν [[εὐφρόσυνον]] γέγονας, in der Bdtg <i>[[fröhlich]] [[machend]]</i>) und Sp., s. Lobeck path. 231.<br>• adv., εὐφροσύνως διάγειν Theogn. 766.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφρόσῠνος Medium diacritics: εὐφρόσυνος Low diacritics: ευφρόσυνος Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: euphrósynos Transliteration B: euphrosynos Transliteration C: effrosynos Beta Code: eu)fro/sunos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον dub. in AP5.39.6 (Nicarch.), IGRom. 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for εὔφρων, A cheery, merry, Ptol.Tetr.166, Vett.Val.15.5, Sammelb.411 (iii/iv A.D.). Adv. -νως in good cheer, Thgn.766. II Act., cheering, making cheerful, Dsc.4.127; νύξ Orph.H.3.5, etc. 2 εὐφρόσυνον, τό, = βούγλωσσον, Plin.HN25.81.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 joyeux;
2 qui réjouit.
Étymologie: εὔφρων.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίασηβασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον
(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.
επίρρ...
ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)
με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].

Greek Monotonic

εὐφρόσῠνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί εὔφρων· επίρρ. -νως, εύθυμα, κεφάτα, με κέφι, σε Θέογν.

German (Pape)

η, ον, froh, εὐφροσύναις ἀοιδαῖς scol. Ath. XV.694d; Ep.adesp. 73 (aber Nicarch. Anth. Pal. V.40 steht εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας, in der Bdtg fröhlich machend) und Sp., s. Lobeck path. 231.
• adv., εὐφροσύνως διάγειν Theogn. 766.

Russian (Dvoretsky)

εὐφρόσῠνος: и 3 радостный Anth.

Middle Liddell

poet. for εὔφρων
adv. -νως, in good cheer, Theogn.