μυθιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mythiitis
|Transliteration C=mythiitis
|Beta Code=muqih/ths
|Beta Code=muqih/ths
|Definition=ου, ὁ, in plural, = [[στασιαστής|στασιασταί]], [[στασιώτης|στασιῶται]], Anacr.16 (cf. [[μυθητήρ|μυθητῆρες]], [[μύθαρχοι]], [[μῦθος]] ''III''); in sg., οὐ μυθιήτης, οὐ [[δικασπόλος]] κεῖνος (''[[sc.]]'' [[Νίνος]]) Phoen.1.7.
|Definition=μυθιήτου, ὁ, in plural, = [[στασιαστής|στασιασταί]], [[στασιώτης|στασιῶται]], Anacr.16 (cf. [[μυθητήρ|μυθητῆρες]], [[μύθαρχοι]], [[μῦθος]] ''III''); in sg., οὐ μυθιήτης, οὐ [[δικασπόλος]] κεῖνος (''[[sc.]]'' [[Νίνος]]) Phoen.1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθῐήτης Medium diacritics: μυθιήτης Low diacritics: μυθιήτης Capitals: ΜΥΘΙΗΤΗΣ
Transliteration A: mythiḗtēs Transliteration B: mythiētēs Transliteration C: mythiitis Beta Code: muqih/ths

English (LSJ)

μυθιήτου, ὁ, in plural, = στασιασταί, στασιῶται, Anacr.16 (cf. μυθητῆρες, μύθαρχοι, μῦθος III); in sg., οὐ μυθιήτης, οὐ δικασπόλος κεῖνος (sc. Νίνος) Phoen.1.7.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, = μυθητής; nach Apoll. L. H. braucht es Anacr. = στασιώτης. Bei Ath. XII, 530 e in einem Verse des Phoenix Caloph. stand sonst μυθιητής, jetzt μὴν θυητής.

Russian (Dvoretsky)

μῡθιήτης: ου ὁ Anacr. v.l. = *μυθίτης.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθιήτης: ἴδε μυθίτης.

Greek Monolingual

μυθιήτης και μυθίτης, ὁ (Α)
ο στασιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. -ιήτης / -ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. της λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)].