συνεπιτείνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tendre <i>ou</i> allonger ensemble;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτείνω]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[tendre]] <i>ou</i> allonger ensemble;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτείνω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:30, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιτείνω Medium diacritics: συνεπιτείνω Low diacritics: συνεπιτείνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synepiteínō Transliteration B: synepiteinō Transliteration C: synepiteino Beta Code: sunepitei/nw

English (LSJ)

A help to strain or intensify, αὐτῶν τὴν ὀργήν Plb.3.13.1; τὴν ψυχρότητα Plu.2.691c, etc.:—Pass., to be increased along with, τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. Aët.9.37.
2 intr., agree in intensity with, τινι Arist.Insomn.460b13, v.l.in Plu.2.451d.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 tendre ou allonger ensemble;
2 fig. contribuer à rendre plus intense, augmenter, accroître;
II. intr. s'accorder en intensité avec, devenir plus intense en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτείνω.

German (Pape)

mit od. zugleich anspannen, anstrengen, Plut.; dah. = vergrößern, τὴν ὀργήν τινος, Pol. 3; 13.1.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιτείνω:
1 одновременно растягивать, удлинять (τὸ διάγραμμα Plut.);
2 увеличивать, усиливать (τὴν ὀργήν τινος Polyb.; τὴν ψυχρότητα Plut.);
3 увеличиваться, возрастать Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιτείνω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτείνω, συντελῶ πρὸς αὔξησιν, τὴν ὀργήν τινος Πολύβ. 3. 13, 1· τὴν ψυχρότητα Πλούτ. 2. 691Β· τὰ ἀλγεινὰ Βασίλ., κλπ. ― Παθ., συναυξάνομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 1020C. 2) ἀμεταβ., συμφωνῶ κατὰ τὴν ἔντασιν πρός τι, τινὶ Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 2, 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 451Ε.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιτείνω
έχω την ίδια ένταση με κάτι άλλο («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῖς ἀρεταῑς», Πλούτ.)
αρχ.
συντελώ στην αύξηση ή στην ένταση (α. «συνεπέτεινε δ' αὐτῶν τὴν ὀργήν», Πολ.
β. «τὴν ψυχρότητα τοῦ ὕδατος συνεπιτείνει καὶ ὁ λίθος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συνεπιτείνω: μέλ. -τενῶ, συντελώ στην αύξηση, επιτείνω από κοινού, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
to help to aggravate, Polyb.