ὑψίπους: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[ἀρτίπους]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπους Medium diacritics: ὑψίπους Low diacritics: υψίπους Capitals: ΥΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hypsípous Transliteration B: hypsipous Transliteration C: ypsipous Beta Code: u(yi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, hochfüßig, hochgehend, νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες οὐρανίαν δι' αἰθέρα τεκνωθέντες Soph. O.R. 866.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπους: 2, gen. ποδος досл. высоконогий, перен. возвышенный, высокий (νόμοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

Greek Monolingual

-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτίπους)].

Greek Monotonic

ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πους,
high-footed, i. e. high-reared, lofty, Soph.