ὠτακουστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui est aux écoutes, espion.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[ἀκούω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[celui qui est aux écoutes]], [[espion]].<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[ἀκούω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτᾰκουστής Medium diacritics: ὠτακουστής Low diacritics: ωτακουστής Capitals: ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: ōtakoustḗs Transliteration B: ōtakoustēs Transliteration C: otakoustis Beta Code: w)takousth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, listener, eavesdropper, of a person employed as a spy by tyrants, Arist.Pol.1313b14, Mu.398a21, Plb.16.37.1, Plu. 2.522f.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui est aux écoutes, espion.
Étymologie: οὖς, ἀκούω.

German (Pape)

ὁ, Horcher, Lauscher, Kundschafter, Spion; Arist. Pol. 5.11; Pol. 16.37.1.

Russian (Dvoretsky)

ὠτᾰκουστής: οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, κατάσκοπος, οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.

Greek Monolingual

ο / ὠτακουστής, ΝΑ ὠτακουστῶ
άτομο που κρυφακούει
αρχ.
κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ (ἀκούω), αυτός που κρυφακούει, κατάσκοπος, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ, ἀκούω
a listener, spy, Arist.