διερέσσω: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dieresso | |Transliteration C=dieresso | ||
|Beta Code=diere/ssw | |Beta Code=diere/ssw | ||
|Definition=aor. | |Definition=aor. -ήρεσα, ''poet.''<br><span class="bld">A</span> -ήρεσσα Od.14.351:—[[row about]], χερσὶ δ. [[to swim]], 12.444, 14.351.<br><span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">δ. χέρας</b> [[wave]] them [[about]], E.''Tr.''1258 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. -ήρεσα, poet.
A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.
2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.
French (Bailly abrégé)
1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.
German (Pape)
(ἐρέσσω), durchrudern; hindurchrudern, wegrudern; Homer Od. 12.444 von dem auf Mastbaum und Kiel reitenden Odysseus ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσιν, brauchte die Hände als Ruder; geradezu vom Schwimmen Od. 14.351 χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος; – übertragen, φλογέας δαλοῖσι χέρας, hin und her schwingen, Eur. Tr. 1258.
Russian (Dvoretsky)
διερέσσω: (fut. διερέσω, aor. διήρεσα и διήρεσσα)
1 загребать, грести (χερσί Hom.);
2 размахивать (δαλοῖσι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
English (Autenrieth)
only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.
Greek Monolingual
διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.
Greek Monotonic
διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. -ερέσω aor1 -ήρεσα poet. -ήρεσσα
1. to row about, χερσὶ δ. to swim, Od.
2. c. acc., δ. τὰς χέρας to swing them about, Eur.