συμπίτνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympitno
|Transliteration C=sympitno
|Beta Code=sumpi/tnw
|Beta Code=sumpi/tnw
|Definition=poet. for [[συμπίπτω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fall]] or [[dash together]], of waves, <span class="bibl">A. <span class="title">Pr.</span>432</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[concur]], πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>299</span>; δίκᾳ . . οὐ σ. κακόν <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>1029</span> (lyr., dub. l.); <b class="b3">δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ</b>. ib.<span class="bibl">846</span>; <b class="b3">μοι ἐς ταὐτὸν . . σ</b>. [[meets]] me [[exactly here]], ib. <span class="bibl">966</span>.</span>
|Definition=poet. for [[συμπίπτω]],<br><span class="bld">A</span> [[fall]] or [[dash together]], of waves, A. ''Pr.''432 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[concur]], πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι Id.''Ch.''299; δίκᾳ.. οὐ σ. κακόν E.''Hec.''1029 (lyr., dub. l.); <b class="b3">δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ.</b> ib.846; <b class="b3">μοι ἐς ταὐτὸν.. σ.</b> [[meets]] me [[exactly here]], ib. 966.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμπίτνω [~ συμπίπτω] ( poët. ) in elkaar vallen, instorten. Aeschl. PV. 432. samenvallen, samenkomen;. σ. ἐς ταὐτόν met dat. iem. tegen het lijf lopen, iem. tegenkomen Eur. Hec. 966. overkomen, treffen, met dat. van pers.
|elnltext=συμπίτνω [~ συμπίπτω] ( poët. ) in elkaar vallen, instorten. Aeschl. PV. 432. samenvallen, samenkomen;. σ. ἐς ταὐτόν met dat. iem. tegen het lijf lopen, iem. tegenkomen Eur. Hec. 966. overkomen, treffen, met dat. van pers.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπίτνω Medium diacritics: συμπίτνω Low diacritics: συμπίτνω Capitals: ΣΥΜΠΙΤΝΩ
Transliteration A: sympítnō Transliteration B: sympitnō Transliteration C: sympitno Beta Code: sumpi/tnw

English (LSJ)

poet. for συμπίπτω,
A fall or dash together, of waves, A. Pr.432 (lyr.).
II concur, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι Id.Ch.299; δίκᾳ.. οὐ σ. κακόν E.Hec.1029 (lyr., dub. l.); δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. ib.846; μοι ἐς ταὐτὸν.. σ. meets me exactly here, ib. 966.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συμπίπτω;
1 tomber ou se heurter ensemble;
2 tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; abs. se rencontrer.
Étymologie: σύν, πίτνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπίτνω [~ συμπίπτω] ( poët. ) in elkaar vallen, instorten. Aeschl. PV. 432. samenvallen, samenkomen;. σ. ἐς ταὐτόν met dat. iem. tegen het lijf lopen, iem. tegenkomen Eur. Hec. 966. overkomen, treffen, met dat. van pers.

Russian (Dvoretsky)

συμπίτνω:
1 устремляться друг на друга сталкиваться: βοᾷ κλύδων ξυμπίτνων Aesch. сшибаясь, ревут волны;
2 встречаться, сходиться: εἰς ἓν σ. Aesch. сводиться к одному; εἰς ταυτὸν σ. τινί Eur. как раз в этот момент повстречаться с кем-л.;
3 случаться, приключаться, выпадать на долю (τινί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ συμπίπτω ὅταν ἡ λήγουσα πρέπῃ νὰ εἶναι βραχεῖα (ἴδε ἐν λ. πίτνω), ἐπὶ κυμάτων συμπιπτόντων κατ’ ἀλλήλων, Αἰσχύλ. Πρ. 432. ΙΙ. βοηθῶ, συνεργῶ, συντρέχω, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι Αἰσχύλ. Χο. 299· δίκᾳ... οὐ ξ. κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 1030· δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. αὐτόθι 846· ἐς ταυτὸν ἥδε συμπίτνει δμωὶς σέθεν, μὲ συναντᾷ ἀκριβῶς ἐδῶ, αὐτόθι 966.

English (Slater)

συμπίτνω fall along with in wrestling. ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (ἀκμᾷ Pauw: αἰχμᾷ codd.: sc. Μέλισσος) (I. 4.51)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπίπτω.

Greek Monotonic

συμπίτνω: ποιητ. αντί συμ-πίπτω, όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·
I. πέφτω ή προσκρούω μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.
II. συντρέχω, συνεργώ, στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.