κατάρδω: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katardo | |Transliteration C=katardo | ||
|Beta Code=kata/rdw | |Beta Code=kata/rdw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[water]], [[Θρῄκην]] (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2.<br><span class="bld">2</span> [[besprinkle]], πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.''AJ''11.6.2 (Pass.): metaph., [[besprinkle with praise]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''658; also, to [[be swept along]], <b class="b3">Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα</b>, of the poetry of Aeschylus, ''AP''7.411 (Diosc.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατ- | |elnltext=κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
A water, Θρῄκην (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2.
2 besprinkle, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.AJ11.6.2 (Pass.): metaph., besprinkle with praise, Ar.Ach.658; also, to be swept along, Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα, of the poetry of Aeschylus, AP7.411 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1374] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.
French (Bailly abrégé)
arroser ; fig. inonder, saturer.
Étymologie: κατά, ἄρδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-άρδω besprenkelen; overdr. met vleiende woorden overladen, vleien.
Russian (Dvoretsky)
κατάρδω:
1 увлажнять, орошать (τὸ χωρίον Plut. - v.l. τὴν γῆν): γράμματα, χειμάρρῳ δ᾽ οἷα καταρδόμενα Anth. произведения (Эсхила) текучие словно поток, т. е. полные жизни;
2 перен. (тж. κ. τῷ λόγῳ Plut.) осыпать похвалами (οὑ κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων Arph.).
Greek Monolingual
κατάρδω (Α)
1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)
2. ραντίζω
3. επαινώ («οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)
4. (για τα ποιήματα του Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρδω «ποτίζω»].
Greek Monotonic
κατάρδω: μέλ. -άρσω, ποτίζω· μεταφ., ραντίζω ως έπαινο, επαινώ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρδω: ποτίζω, ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2·- μεταφορ., ῥαντίζω μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411· «κατάρδειν· οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.
Middle Liddell
fut. -άρσω
to water:—metaph. to besprinkle with praise, Ar.