καταπλαστός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à enduire, <i>particul.</i> qu’on applique comme un emplâtre;<br /><b>2</b> [[fardé]] ; <i>fig.</i> [[feint]], [[peu naturel]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταπλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui sert à enduire, <i>particul.</i> qu'on applique comme un emplâtre;<br /><b>2</b> [[fardé]] ; <i>fig.</i> [[feint]], [[peu naturel]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[καταπλάσσω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:15, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλαστός Medium diacritics: καταπλαστός Low diacritics: καταπλαστός Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataplastós Transliteration B: kataplastos Transliteration C: kataplastos Beta Code: kataplasto/s

English (LSJ)

όν, A plastered over, φάρμακον καταπλαστόν = κατάπλασμα, plaster, Ar.Pl.717; opp. Χριστά and ποτά, v. Sch.ad loc. II metaph., affected, ἀπαμφιεῖ τὸ κ. σου ἡ μέθη your false assumptions, Men.339; κ. βαρύτης Plu.2.44a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sert à enduire, particul. qu'on applique comme un emplâtre;
2 fardé ; fig. feint, peu naturel.
Étymologie: adj. verb. de καταπλάσσω.

German (Pape)

(καταπλάσσω), mit Salben, Pflastern gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertragen, geschminkt, affektiert, Plut. de audit. 8 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

καταπλαστός:
1 намазанный или служащий для намазывания (φάρμακον Arph.);
2 деланный, искусственный, неестественный (βαρύτης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστός: -όν, ὁ καταπλασσόμενος, ἐπιτιθέμενος ὡς κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον= κατάπλασμα, φάρμακον κατ. ἐνεχείρισε τρίβειν, τρεῖς κεφαλὰς σκορόδων Ἀριστοφ. Πλ. 717· ὅπου ὁ Σχολ. σημειοῖ τρία εἴδη φαρμάκων, τὰ καταπλαστὰ (καταπλασσόμενα), τὰ χριστὰ (χριόμενα) καὶ τὰ πιστὰ (=πινόμενα). ΙΙ. μεταφ., προσποιητός, πλαστός, ἐψιμυθιωμένος, Λατ. fucatus, τὸ κ. σου, αἱ προσποιήσεις σου, τὰ καμώματά σου, Μένανδ. ἐν «Μισουμ.» 9· κ. βαρύτης Πλούτ. 3, 44Α.

Greek Monolingual

καταπλαστός, -όν (Α) καταπλάσσω
1. αυτός που τοποθετείται ως κατάπλασμαφάρμακον καταπλαστόν», Αριστοφ.)
2. μτφ. φτειασιδωμένος, προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος.

Greek Monotonic

καταπλαστός: -όν, αυτός που έχει τεθεί ως κατάπλασμα, καταπλαστὸν φάρμακον, κατάπλασμα, έμπλαστρο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

καταπλαστός, όν [from καταπλάσσω
plastered over, καταπλαστὸν φάρμακον a plaster, Ar.