ἀλκήεις: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />fort, courageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκή]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />[[fort]], [[courageux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:00, 9 January 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, Dor. contr. ἀλκᾶς, ᾶντος, valiant, courageous, h. Hom.28.3, Pi.O.9.72, P.5.71, A.R.1.71; of patients, Aret.CA 1.10, al.; strong, ὀϊστοί AP6.277 (Damag.); πίστις Man.4.48: Sup., Poet. ap. Parth.21.3.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀλκάεις Pi.O.9.72, P.5.71
1 de pers. esforzado, animoso Ἀθηναίη h.Hom.28.3, Δαναοί Pi.O.9.72, ἔκγονοι Ἡρακλέος Pi.P.5.71, Ἐρυβώτης A.R.1.71, Ὑψίπυλος A.R.Fr.12.3, ὄρχαμος Nonn.D.17.254
•fuerte, resistente ἀ. καί εὔθυμος Aret.CA 2.3.12, ἀλκήεις μέσφι θηρίων Aret.SD 2.5.4, c. ac. de rel. ἀ. τὴν ψυχήν Aret.CA 1.10.13.
2 de cosas vigoroso ὀϊστοί AP 6.277 (Damag.), πίστις Man.4.48.
German (Pape)
[Seite 100] εσσα, εν, stark, muthig, Pind. ἀλκᾶντες Ol. 9, 72; P. 5, 71; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 71. 1, 91; auch H. h. 28; ὀϊστοί Damag. 2 (VI, 277).
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
fort, courageux.
Étymologie: ἀλκή.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀλκάεις и ἀλκᾶς сильный, могучий (Παλλὰς Ἀθηναίη HH; Δαναοί Pind.; ὀϊστοί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκήεις: εσσα, εν, γενναῖος, πολεμικός, Ὕμ. Ὁμ. 28, Ἀνθ. Π. 6. 277: ὁ Πίνδ. (Ο. 9. 110, Π. 5, 95) ἔχει τὴν λέξιν ἐν Δωρ. συνῃρ. τύπῳ ἀλκᾶς, -ᾶντος.
Greek Monolingual
ἀλκήεις, -εσσα, -εν (Α) ἀλκή
1. γενναίος, πολεμικός, θαρραλέος
2. στιβαρός, δυνατός, ισχυρός
3. καρτερικός, ανθεκτικός.
Greek Monotonic
ἀλκήεις: -εσσα, -εν, γενναίος, πολεμικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.