ὑπατεύω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypateyo | |Transliteration C=ypateyo | ||
|Beta Code=u(pateu/w | |Beta Code=u(pateu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[be consul]], Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.''Publ.''3, etc.; <b class="b3">ὁ ὑπατευκώς</b>, Lat. [[consularis]], Posidon.36J.<br><span class="bld">2</span> to [[be consular governor]], τῆς ἐπαρχείας ''Ath.Mitt.''48.102, ''IGRom.''1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
A to be consul, Mon.Anc.Gr.11.21, Plu.Publ.3, etc.; ὁ ὑπατευκώς, Lat. consularis, Posidon.36J.
2 to be consular governor, τῆς ἐπαρχείας Ath.Mitt.48.102, IGRom.1.575 (both Nicopolis ad Istrum, ii A. D.): abs., ib.3.1277 (Arabia, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1184] Consul sein, Plut. Popl. 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être consul.
Étymologie: ὕπατος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰτεύω: быть консулом: Κικέρωνος ὑπατεύοντος Plut. в консульство Цицерона.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰτεύω: (ὕπατος) εἶμαι ὕπατος, Πλουτ. Ποπλικ. 3, κλπ.· ὁ ὑπατευκώς, Λατιν. consularis, Ἀθήν. 213Β, Ἡρῳδιαν. 2. 6. 2) ῥίπτω ὑπατείαν, δηλ. χρήματα εἰς τὸ πλῆθος, Θεοφάν. 310, οἱ Μετὰ τὸν Θεοφάν. 256. 3) σηκώνω ἢ κρεμῶ ὑψηλὰ κεφαλὴν ἀποτετμημένην ἐκ τοῦ σώματος, Θεοφάν. 389, (πρβλ. Ἑβδ. Δ΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 27, Ἰουδὶθ ΙΔ΄, 1, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1925, κλπ.).
Greek Monolingual
ὑπατεύω ΝΜΑ ὕπατος (II)]
κατέχω το αξίωμα του υπάτου, ασκώ την υπατική εξουσία
μσν.-αρχ.
1. ρίχνω υπατεία
2. σηκώνω ή κρεμώ ψηλά κεφάλι αποκομμένο από σώμα
αρχ.
(το αρσ. της μτχ. παρακμ.) ὁ ὑπατευκώς
αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο υπατικός.
Greek Monotonic
ὑπᾰτεύω: μέλ. -σω (ὕπατος), είμαι ύπατος, πρόξενος, σε Πλούτ.