αὐτόστονος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftostonos | |Transliteration C=aftostonos | ||
|Beta Code=au)to/stonos | |Beta Code=au)to/stonos | ||
|Definition= | |Definition=αὐτόστονον, [[lamenting for oneself]], γόος A.''Th.''916 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
αὐτόστονον, lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.
German (Pape)
bei sich seufzend, Aesch. Spt. 899.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόστονος: стонущий о своей участи Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.
Greek Monolingual
αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].
Greek Monotonic
αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.