δρακοντώδης: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drakontodis | |Transliteration C=drakontodis | ||
|Beta Code=drakontw/dhs | |Beta Code=drakontw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=δρακοντώδες, = [[δρακοντοειδής]], κόραι, τύραννος, E. ''Or.''256, Plu.2.551e; [[vermiform]], [[κάθισμα]], worm of a still, Zos.Alch.p.224 B. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
δρακοντώδες, = δρακοντοειδής, κόραι, τύραννος, E. Or.256, Plu.2.551e; vermiform, κάθισμα, worm of a still, Zos.Alch.p.224 B.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντώδης) -ες
1 con forma de dragón o serpiente κόραι de las Erinis, E.Or.256, τύραννος de Cécrope, Plu.2.551e, κάθισμα de cierto aparato, Zos.Alch.Comm.Gen.2.1, ψέλλια Hsch.s.u. ὄφεις
•fig. demoniaco κἂν γάρ τις δ. τὴν προαίρεσιν, τάρταρος ἡτοίμασται Basil.M.30.824A.
2 neutr. adv. a la manera de las serpientes ὀφθαλμοὶ ... δρακοντῶδες ... ἀτενίζοντες Gr.Nyss.Beat.156.1, cf. Pall.V.Chrys.6.125.
German (Pape)
[Seite 664] ες, Drachen ähnlich; κόραι, die Erinyen, wegen ihres Schlangenhaares, Eur. Or. 249; καὶ ἄγριος ταραννος Plut. dc sera N. V. 6; – ψέλια, Armbänder, s. δράκων.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la nature du serpent.
Étymologie: δράκων, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
δρακοντώδης: змееподобный (κόραι = Ἐρινύες Eur.; τύραννος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντώδης: -ες, = δρακοντοειδής, Εὐρ. Ὀρ. 256, Πλούτ. 2. 551Ε.
Greek Monolingual
δρακοντώδης, -ες (AM)
δρακοντοειδής
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε δράκοντα
2. άγριος, άσχημος.
Greek Monotonic
δρᾰκοντώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με δράκο, ίδιος με φίδι, σε Ευρ.