εὐδικία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evdikia
|Transliteration C=evdikia
|Beta Code=eu)diki/a
|Beta Code=eu)diki/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, (δίκη) [[righteous dealing]], [[righteousness]], εὐδικίας ἀνέχῃσι <span class="bibl">Od.19.111</span>; [[εὐδικίῃ]] [[righteously]], <span class="bibl">A.R.4.343</span>; σύντροφος εὐδικίης <span class="title">IG</span>3.1151; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας <span class="title">Epigr.Gr.</span>915, cf. <span class="title">BCH</span>50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.43</span> O., <span class="bibl">Ph.1.664</span>, Plu.2.781f.
|Definition=Ion. [[εὐδικίη]], ἡ, ([[δίκη]]) [[righteous dealing]], [[righteousness]], εὐδικίας ἀνέχῃσι Od.19.111; [[εὐδικίῃ]] [[righteously]], A.R.4.343; σύντροφος εὐδικίης ''IG''3.1151; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας ''Epigr.Gr.''915, cf. ''BCH''50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, Phld.''Hom.''p.43 O., Ph.1.664, Plu.2.781f.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδῐκία Medium diacritics: εὐδικία Low diacritics: ευδικία Capitals: ΕΥΔΙΚΙΑ
Transliteration A: eudikía Transliteration B: eudikia Transliteration C: evdikia Beta Code: eu)diki/a

English (LSJ)

Ion. εὐδικίη, ἡ, (δίκη) righteous dealing, righteousness, εὐδικίας ἀνέχῃσι Od.19.111; εὐδικίῃ righteously, A.R.4.343; σύντροφος εὐδικίης IG3.1151; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας Epigr.Gr.915, cf. BCH50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, Phld.Hom.p.43 O., Ph.1.664, Plu.2.781f.

German (Pape)

[Seite 1062] ἡ (das gute Recht), Gerechtigkeit, εὐδικίας ἀνέχειν, Recht u. Gerechtigkeit aufrecht erhalten, Od. 19, 111; εὐδικίῃ, mit Recht, Ap. Rh. 4, 342; öfter bei Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon droit.
Étymologie: εὖ, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

εὐδῐκία:правосудие, справедливый суд Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (δίκη) δίκαιος τρόπος, δικαιοσύνη, ἐν τῷ πληθ., εὐδικίας ἀνέχειν Ὀδ. Τ. 111· εὐδικίῃ, δικαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 343· σύντροφος εὐδικίης Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 246· ὃς εὐδοκίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας αὐτόθι 373, πρβλ. 2859. - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλούτ. 2. 781F.

Greek Monolingual

εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) εύδικος
1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.)
2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ
δικαίως.

Greek Monotonic

εὐδικία: Ιων. -ίη, ἡ (δίκη), δίκαιη αντιμετώπιση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-δικία, ἡ, δίκη
righteous dealing, Od.