μεταμελητικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metamelitikos | |Transliteration C=metamelitikos | ||
|Beta Code=metamelhtiko/s | |Beta Code=metamelhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μεταμελητική, μεταμελητικόν, [[full of regrets]], [[always repenting]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1150a21, Ptol.''Tetr.''155. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταμελητική, μεταμελητικόν, full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταμελητικός: полный раскаяния, раскаивающийся Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.
Greek Monolingual
μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.
Greek Monotonic
μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.
Middle Liddell
μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist. [from μεταμέλομαι