πονήρευμα: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.
|elnltext=πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [[πονηρεύω]] / [[πονηρεύομαι]]]]<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τα πονηρεύματα</i><br />πανούργο [[τέχνασμα]], πονηρή [[πράξη]], [[κατεργαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> κακή ψυχική [[διάθεση]] ή [[φυσική]] [[κατάσταση]].
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [[πονηρεύω]] / [[πονηρεύομαι]]<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τα πονηρεύματα</i><br />πανούργο [[τέχνασμα]], πονηρή [[πράξη]], [[κατεργαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> κακή ψυχική [[διάθεση]] ή [[φυσική]] [[κατάσταση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:40, 10 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονήρευμα Medium diacritics: πονήρευμα Low diacritics: πονήρευμα Capitals: ΠΟΝΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: ponḗreuma Transliteration B: ponēreuma Transliteration C: ponirevma Beta Code: ponh/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, A villainies, D.19.257, D.H.6.84: sg., Jul.Or.3.115a. II Medic., in sg., bad state or condition, Gal.19.138.

German (Pape)

[Seite 680] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mauvaise action.
Étymologie: πονηρεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.

Russian (Dvoretsky)

πονήρευμα: ατος τό дурной поступок Dem.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν πονηρεύω / πονηρεύομαι
(κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα
πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά
αρχ.
ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση.

Greek Monotonic

πονήρευμα: τό, απατηλό τέχνασμα, πονηρό μηχάνευμα, σε πληθ., σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πονήρευμα: τό, πανοῦργον τέχνασμα, ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.

Middle Liddell

πονήρευμα, ατος, τό,
a knavish trick, in plural, Dem. [from πονηρεύομαι