πολυποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυποίκιλος]], -ον ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[ποικίλος]], αυτός που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ [[πολυποίκιλος]] [[σοφία]] τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br />(μσν-αρχ.) [[πολυποίκιλτος]], πολύ διακοσμημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανθηρο</i>-<i>ποίκιλος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>ποίκιλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυποίκιλος]], -ον ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[ποικίλος]], αυτός που παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ [[πολυποίκιλος]] [[σοφία]] τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br />(μσν-αρχ.) [[πολυποίκιλτος]], πολύ διακοσμημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]] (<b>πρβλ.</b> [[ανθηροποίκιλος]], [[χρυσοποίκιλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:28, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠποίκῐλος Medium diacritics: πολυποίκιλος Low diacritics: πολυποίκιλος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: polypoíkilos Transliteration B: polypoikilos Transliteration C: polypoikilos Beta Code: polupoi/kilos

English (LSJ)

ον, A much-variegated, φάρεα E.IT1149 (lyr.); στέφανος Eub.105 (anap.); διαχωρήματα Steph. in Hp.1.157 D. 2 manifold, σοφία τοῦ θεοῦ Ep.Eph.3.10; φαντασία τῶν οἰνωμένων Anon. Incred.17; τελετή Orph.H.6.11.

German (Pape)

[Seite 669] sehr bunt, sehr mannichfaltig, ἀνθέων στέφανος, Eubul. b. Ath. XV, 679 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très varié.
Étymologie: πολύς, ποικίλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυποίκιλος -ον [πολύς, ποικίλος] veelkleurig; veelvormig.

Russian (Dvoretsky)

πολυποίκῐλος:
1 очень пестрый, пестро расшитый (φάρεα Eur.);
2 многообразный (σοφία NT).

English (Strong)

from πολύς and ποικίλος; much variegated, i.e. multifarious: manifold.

English (Thayer)

πολυποικιλον (πολύς and ποικίλος);
1. much-variegated; marked with a great variety of colors: of cloth or a painting; φαρεα, Euripides, Iph. T. 1149; στέφανον πολυποικιλον ἀνθεων, Eubulus ap Athen. 15, p. 679d.
2. much varied, manifold: σοφία τοῦ Θεοῦ, manifesting itself in a great variety of forms, ὀργή, Sibylline Oracles 8,411; λόγος, the Orphica, hymn. 61,4, and by other writings with other nouns.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυποίκιλος, -ον ΝΜΑ
πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
(μσν-αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ποικίλος (πρβλ. ανθηροποίκιλος, χρυσοποίκιλος)].

Greek Monotonic

πολῠποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠποίκῐλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, φάρεα Εὐρ. Ι. Τ. 1150, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3. 2) ποικίλος, πολλαπλοῦς, τελετὴ Ὀρφ. Ὕμν. 5. 11, κτλ.

Middle Liddell

πολῠ-ποίκῐλος, ον,
much-variegated, Eur.

Chinese

原文音譯:polupo⋯kiloj 坡呂-拍企羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:許多-各樣的
字義溯源:很多種類的,雜色的,多方面的,繁多的,百般的;由(πολύς)*=多)與(ποικίλος)*=混雜的)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 百般的(1) 弗3:10