ἀπόρθητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aporthitos
|Transliteration C=aporthitos
|Beta Code=a)po/rqhtos
|Beta Code=a)po/rqhtos
|Definition=ον, [[not sacked]], [[unravaged]], <b class="b3">Πριάμοιο . . ἀ. πόλις ἔπλεν</b> <span class="bibl">Il.12.11</span>; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν <span class="bibl">B.8.52</span>, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν <span class="bibl">Hdt.6.28</span>; ἀ. χώρα <span class="title">Hell.Oxy.</span>16.3; of Attica, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>826</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span> 348</span>; of Laconia, <span class="bibl">Din.1.73</span>, cf. <span class="bibl">Lys.33.7</span>; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; <span class="bibl">Antiph.117</span>.
|Definition=ἀπόρθητον, [[not sacked]], [[unravaged]], <b class="b3">Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν</b> Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα ''Hell.Oxy.''16.3; of Attica, E.''Med.''826, cf. A.''Pers.'' 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρθητος Medium diacritics: ἀπόρθητος Low diacritics: απόρθητος Capitals: ΑΠΟΡΘΗΤΟΣ
Transliteration A: apórthētos Transliteration B: aporthētos Transliteration C: aporthitos Beta Code: a)po/rqhtos

English (LSJ)

ἀπόρθητον, not sacked, unravaged, Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα Hell.Oxy.16.3; of Attica, E.Med.826, cf. A.Pers. 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117.

Spanish (DGE)

-ον
1 no saqueado, no devastado πόλις Il.12.11, A.Pers.348, E.Hec.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.Med.826, Din.1.73, Hell.Oxy.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.VH 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.Or.15.186a, cf. Hsch.
2 inexpugnable, inconquistable ὁρμητήριον Arsameia 25 (I a.C.), Κρηπίς IGLS 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.).

German (Pape)

[Seite 321] unzerstört, Il. 12, 11; Her. 6, 28; Aesch. Pers. 340; χώρα, unverwüstet, Eur. Med. 826, wo ein cod. ἀπορθήτη hat; unzerstörbar, χώρα – νομιζομένη Din. 1, 73; vgl. Lys. 33, 7; Λάκωνες ἀπόρθητοι Antiphan. bei Ath. XV, 681 c.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
non dévasté.
Étymologie: , πορθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρθητος: и 3 неразрушенный, неразоренный (πόλις Hom., Aesch.; νῆσος Her.; χώρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρθητος: -ον, ὡσαύτως ἴσως -η, ον, Πόρσ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 822: ― μὴ ἁλούς, μὴ κυριευθείς, Πριάμοιο ἀπ. πόλις ἔπλεν Ἰλ. Μ. 11· Θάσον ἀπ. λείπειν Ἡρόδ. 6. 28· ἀπ. χώρα, περὶ τῆς Ἀττικῆς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 348· περὶ τῆς Λακωνίας, Δείναρχ. 99. 27, πρβλ. Λυσ. 914. 16, Reisk.· οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαριστῇ» 1.

English (Autenrieth)

(πορθέω): unsacked, undestroyed; πόλις, Il. 12.11†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόρθητος, -ον) [[[πορθώ]] (-έω)]
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί.

Greek Monotonic

ἀπόρθητος: -ον, σπανίως -η, -ον (πορθέω), αυτός που δεν έχει αλωθεί, δεν έχει κυριευθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

πορθέω
not sacked, unravaged, Il., Hdt., attic