ὁμόθρονος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[qui partage un trône]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[θάμνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.
German (Pape)
[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage un trône.
Étymologie: ὁμός, θάμνος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόθρονος: восседающий на том же троне, разделяющий престол (Зевса) (Ἣρα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
English (Slater)
ὁμόθρονος, -ον sharing the throne Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσό-θρονος)].
Greek Monotonic
ὁμόθρονος: -ον, αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο, σε Πίνδ.