ἐπιγουνίς: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epigounis | |Transliteration C=epigounis | ||
|Beta Code=e)pigouni/s | |Beta Code=e)pigouni/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[part above the knee]], [[great muscle of the thigh]], taken as a sign of strength and vigour, <b class="b3">κεν.. μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο</b> he would grow a stout [[thigh-muscle]], Od.17.225; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.''Im.''2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.<br><span class="bld">II</span>. = [[ἐπιγονατίς]], [[knee-pan]], Hp.''Art.''70,77, Philostr.''Gym.''35; [[knee]], Arat.254,614. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A part above the knee, great muscle of the thigh, taken as a sign of strength and vigour, κεν.. μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.17.225; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.Im.2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.
II. = ἐπιγονατίς, knee-pan, Hp.Art.70,77, Philostr.Gym.35; knee, Arat.254,614.
German (Pape)
[Seite 933] ίδος, ἡ, der Theil oberhalb des Kniees, Lende, Od. 17, 225. 18, 74; Theocr. 26, 34 u. Sp. – Bei Hippocr. = ἐπιγονατίς, Kniescheibe. – Bei Ap. Rh. 3, 375 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 7 (V, 255), das Knie selbst.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
cuisse.
Étymologie: ἐπί, γόνυ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγουνίς: ίδος ἡ
1 верхняя часть ноги, бедро Hom., Theocr., Luc.;
2 колено (ἐπιγουνίδος ἄχρι χιτῶνα ζωσαμένη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ ὑπεράνω τοῦ γόνατος μέρος, ὁ μέγας μῦς τοῦ μηροῦ, θεωρούμενος ὡς σημεῖον ἰσχύος καὶ ἀκμῆς, καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ἤθελε κάμῃ στιβαρούς μηρούς, Ὀδ. Ρ. 225· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει Σ. 74, πρβλ. 67, Θεόκρ. 26. 34, Λουκ. Ἡρακλ. 8. Ἀλκίφρων 3. 19. ΙΙ. = ἐπιγονατίς, τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος ὀστοῦν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· = τὸ γόνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875.
English (Autenrieth)
ίδος (γόνυ, ‘above the knee’): thigh; μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ‘grow a stout thigh,’ Od. 17.225. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπιγουνίς, η (Α)
1. μυς του μηρού πάνω από το γόνατο
2. επιγονατίδα
3. γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν-ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. του γόνυ)].
Greek Monotonic
ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ), μέρος πάνω από το γόνατο, ο μέγας μυς του μηρού, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, θα ανέπτυσσε έναν δυνατό μηριαίο μυ, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἐπι-γουνίς, ίδος γόνυ
the part above the knee, the great muscle of the thigh, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.