γνωμοτύπος: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gnomotypos | |Transliteration C=gnomotypos | ||
|Beta Code=gnwmotu/pos | |Beta Code=gnwmotu/pos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ον, ([[τύπτω]]) [[maxim-coining]], [[sententious]], Id.''Ra.''877, ''Nu.''952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.''Rh.''1395a7. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τύπτω) maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.
German (Pape)
[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.
Greek Monolingual
γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.
Greek Monotonic
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τύπτω
maxim-coining, sententious, Ar.