λυπρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lyprovios | |Transliteration C=lyprovios | ||
|Beta Code=lupro/bios | |Beta Code=lupro/bios | ||
|Definition= | |Definition=λυπρόβιον, [[leading a wretched life]], Str.7.5.12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
λυπρόβιον, leading a wretched life, Str.7.5.12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.
Greek (Liddell-Scott)
λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.
Greek Monolingual
λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνόβιος, νυκτερόβιος].
Greek Monotonic
λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.
Middle Liddell
λυπρό-βιος, ον
leading a wretched life.
German (Pape)
kümmerlich lebend, Strab. VII.318.