νηκερδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κερδής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κερδής</i>].
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), [[πρβλ]]. [[ακερδής]], [[δυσκερδής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκερδής Medium diacritics: νηκερδής Low diacritics: νηκερδής Capitals: ΝΗΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: nēkerdḗs Transliteration B: nēkerdēs Transliteration C: nikerdis Beta Code: nhkerdh/s

English (LSJ)

νηκερδές (νη-, κέρδος), without gain, unprofitable, νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans profit, inutile.
Étymologie: νη-, κέρδος.

German (Pape)

ές, ohne Gewinn, nutzlos, unnütz; βουλή, ἔπος, Il. 17.469, Od. 14.509; οἶτος, Ap.Rh. 2.482; die Vetera Lexica erklären in Beziehung auf das Erste ἀσύνετος.

Russian (Dvoretsky)

νηκερδής: бесполезный, ненужный (ἔπος, βουλή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νηκερδής: -ές, (νη-) ἄνευ κέρδους, ἀνωφελής, νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· ἔπος νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): profitless, useless.

Greek Monolingual

νηκερδής, -ές (Α)
αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. ακερδής, δυσκερδής].

Greek Monotonic

νηκερδής: -ές (νη-, κέρδος), αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

νη-κερδής, ές (νη-, κέρδος) unprofitable, Hom.