παρόρασις: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parorasis | |Transliteration C=parorasis | ||
|Beta Code=paro/rasis | |Beta Code=paro/rasis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[false vision]], Ruf.''Fr.''116 (pl.), Gal.7.99.<br><span class="bld">II</span> [[overlooking]], <b class="b3">συγγνώμη καὶ π.</b> Plu.''Aem.''3, cf. [[LXX]] ''2 Ma.''5.17, Luc.''Jud.Voc.''3, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παρόρᾱσις -εως, ἡ [παροράω] [[achteloosheid]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A false vision, Ruf.Fr.116 (pl.), Gal.7.99.
II overlooking, συγγνώμη καὶ π. Plu.Aem.3, cf. LXX 2 Ma.5.17, Luc.Jud.Voc.3, etc.
German (Pape)
[Seite 527] ἡ, das Übersehen, die Nachlässigkeit, Sp. – Bei Ruf. falsches Sehen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de regarder légèrement, négligence.
Étymologie: παροράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρόρᾱσις -εως, ἡ [παροράω] achteloosheid.
Russian (Dvoretsky)
παρόρᾱσις: εως ἡ невнимательность, небрежность, недосмотр Plut., Luc.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ ΜΑ παρορώ
απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια
αρχ.
κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» — ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ.
β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» — προβλήματα στην όραση σαν να πετούν κουνούπια μπροστά στα μάτια, Ρούφος).
Greek Monotonic
παρόρᾱσις: ἡ, παράβλεψη, παραμέληση, σε Πλούτ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρᾱσις: ἡ, πλημμελὴς ὅρασις, Γαλην. 14. 314, 13. ΙΙ. τὸ παραβλέπειν, παράβλεψις, ἀμέλεια, Πλουτ. Αἰμίλ. 3, Λουκιαν. Δίκη Φων. 3, κτλ.
Middle Liddell
παρόρᾱσις, εως,
overlooking, negligence, Plut., Luc.