προηγεμών: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προηγεμών:''' όνος ὁ предводитель ([[ἔξαρχος]] καὶ π. Dem.).
|elrutext='''προηγεμών:''' όνος ὁ [[предводитель]] ([[ἔξαρχος]] καὶ π. Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγεμών Medium diacritics: προηγεμών Low diacritics: προηγεμών Capitals: ΠΡΟΗΓΕΜΩΝ
Transliteration A: proēgemṓn Transliteration B: proēgemōn Transliteration C: proigemon Beta Code: prohgemw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, A one who goes before as a guide, Alciphr.3.36. II instructor in the mysteries, D.18.260.

German (Pape)

[Seite 722] όνος, ὁ, vorangehender Führer, καὶ ἔξαρχος Dem. 18, 260.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
conducteur, chef.
Étymologie: πρό, ἡγεμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγεμών -όνος, ὁ [προηγέομαι] voorganger, wegwijzer (in een mysteriecultus).

Russian (Dvoretsky)

προηγεμών: όνος ὁ предводитель (ἔξαρχος καὶ π. Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προηγεμών: -όνος, ὁ προπορευόμενος ὡς ὁδηγός, Δημ. 313. 27.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που εισάγει στα μυστήρια.

Greek Monotonic

προηγεμών: -όνος, ὁ, αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί ως αρχηγός, ηγέτης, σε Δημ.

Middle Liddell

προ-ηγεμών, όνος, ὁ,
one who leads as a guide, Dem.