πρόλεσχος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[έτοιμος]] για [[φλυαρία]], ο [[πρόθυμος]] για [[κουβέντα]] («καὶ μὴ [[πρόλεσχος]] μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεσχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[λόγος]], [[φλυαρία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔλ</i>-<i>λεσχος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[έτοιμος]] για [[φλυαρία]], ο [[πρόθυμος]] για [[κουβέντα]] («καὶ μὴ [[πρόλεσχος]] μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεσχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[λόγος]], [[φλυαρία]]»), [[πρβλ]]. [[ἔλλεσχος]]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:32, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόλεσχος Medium diacritics: πρόλεσχος Low diacritics: πρόλεσχος Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΟΣ
Transliteration A: próleschos Transliteration B: proleschos Transliteration C: proleschos Beta Code: pro/lesxos

English (LSJ)

ον, forward in talk, eager to begin, A.Supp.200.

German (Pape)

[Seite 732] voreilig od. vorwitzig im Reden, Gegensatz ἐφολκος ἐν λόγῳ, Aesch. Suppl. 197.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt à parler, qui parle avant les autres.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόλεσχος -ον [πρό, λέσχη] voorbarig sprekend, flapuit.

Russian (Dvoretsky)

πρόλεσχος: слишком бойкий на язык, словоохотливый (μὴ π. μηδ᾽ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλλεσχος].

Greek (Liddell-Scott)

πρόλεσχος: -ον, ὁ πρόθυμος εἰς ἀδολεσχίαν, πρόθυμος νὰ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν, καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ’ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ, «μήτε προτέρα κατάρχου τοῦ λόγου μήτε ἀμειβομένη μακρολόγει» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 200.

English (Woodhouse)

forward, pushing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)