φυσίζοος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fysizoos
|Transliteration C=fysizoos
|Beta Code=fusi/zoos
|Beta Code=fusi/zoos
|Definition=ον, as [[epithet]] of earth, prob. [[producing]] ζέα, αἶα <span class="bibl">Il.3.243</span>, <span class="bibl">Od.11.301</span>, Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.1.67</span>; γῆ <span class="bibl">Il.21.63</span>; but reinterpreted as from [[ζωή]] (ζόη), [[producing life]], <b class="b3">φυσιζόου . . γένος Ζηνός</b> prob. in <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>584</span> (lyr., [[φυσίζοον]] cod.M); φ. ὕδωρ <span class="title">AP</span>9.383.12; ἀήρ <span class="bibl">Tryph. 77</span>, etc.
|Definition=φυσίζοον, as [[epithet]] of earth, prob. [[producing]] ζέα, αἶα Il.3.243, Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; γῆ Il.21.63; but reinterpreted as from [[ζωή]] ([[ζόη]]), [[producing life]], <b class="b3">φυσιζόου.. γένος Ζηνός</b> prob. in A. ''Supp.''584 (lyr., [[φυσίζοον]] cod.M); φ. ὕδωρ ''AP''9.383.12; ἀήρ Tryph. 77, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσίζοος Medium diacritics: φυσίζοος Low diacritics: φυσίζοος Capitals: ΦΥΣΙΖΟΟΣ
Transliteration A: physízoos Transliteration B: physizoos Transliteration C: fysizoos Beta Code: fusi/zoos

English (LSJ)

φυσίζοον, as epithet of earth, prob. producing ζέα, αἶα Il.3.243, Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; γῆ Il.21.63; but reinterpreted as from ζωή (ζόη), producing life, φυσιζόου.. γένος Ζηνός prob. in A. Supp.584 (lyr., φυσίζοον cod.M); φ. ὕδωρ AP9.383.12; ἀήρ Tryph. 77, etc.

German (Pape)

[Seite 1318] Leben erzeugend, hervorbringend, belebend; αἶα, γῆ, Il. 3, 243. 21, 63 Od. 11, 301; γένος Aesch. Suppl. 579; Orak. bei Her. 1, 67; sp. D., πηγή Claudian. ep. (I, 19), ὕδωρ Menses Aegypt. (IX, 383).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne la vie, nourricier, fécond.
Étymologie: φύω, ζωή.

Russian (Dvoretsky)

φῠσίζοος: дающий жизнь, жизнетворный (αἶα Hom., Her.; Ζεύς Aesch.; ὕδωρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῡσίζοος: -ον, (φύω, ζωὴ) ὁ παράγων ζωήν, διδοὺς ζωήν, τοὺς δ’ ἤδη κάτεχε φυσίζοος αἷα, «ἤτοι τὰ πρὸς ζωὴν φύουσα καὶ δωρουμένη» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 243· ἦ μιν ἐρύξει γῆ φυσίζοος Φ. 63, Ὀδ. Λ. 301, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. Εὐστ. 410 κἑξ.· φυσιζόου... Ζηνὸς γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 585 (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ φυσίζοον, πρβλ. στ. 592)· φ. ὕδωρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 383· ἀὴρ· Τρυφιό. (ὀρθότ. Τριφ-) 77, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για τη γη) παραγωγικός, ιδίως αυτός που παράγει σιτάριφυσίζοος αἶα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. φῡ- του φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω) + -ζοος (< ζειά «είδος σιταριού», βλ. λ. ζειά). Ο τ. συνδέεται συχνά, παρετυμολογικώς, με τις λ. ζωή, ζῶ (βλ. και φυσίζωος)].

Greek Monotonic

φῠσίζοος: -ον (φύω, ζωή), αυτός που παράγει ζωή, σε Όμηρ.

Frisk Etymology German

φυσίζοος: {phusízoos}
See also: s. ζειαί.
Page 2,1057