ρυτίδα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥυτίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και αιολ. τ. [[βρυτίς]], Α<br />[[πτύχωση]], [[ζαρωματιά]] που σχηματίζεται σε μια [[επιφάνεια]] και, [[ιδίως]], στο [[δέρμα]] ως [[αποτέλεσμα]] της γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες [[ρυτίδες]] στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> δερματική [[πτυχή]] του προσώπου, που προέρχεται από γεροντική [[εκφύλιση]] του χορίου του δέρματος με [[αλλοίωση]] του ελαστικού, [[ιδίως]], ιστού και που η εμφάνισή της ευνοείται από την [[έκθεση]] στην [[κακοκαιρία]] και από την κακή [[υγιεινή]] του δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτυχή]], [[δίπλωση]] φορέματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στίγμα]], όνειδος, [[κηλίδα]] («ἵνα παραστήσῃ... τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν [[σπίλον]] ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ῥυσός]] σχηματισμένος πιθ. <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ῥυτός]] «τραβηγμένος» (<b>βλ. λ.</b> [[ρυτός]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πηκτ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=η / [[ῥυτίς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και αιολ. τ. [[βρυτίς]], Α<br />[[πτύχωση]], [[ζαρωματιά]] που σχηματίζεται σε μια [[επιφάνεια]] και, [[ιδίως]], στο [[δέρμα]] ως [[αποτέλεσμα]] της γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες [[ρυτίδες]] στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> δερματική [[πτυχή]] του προσώπου, που προέρχεται από γεροντική [[εκφύλιση]] του χορίου του δέρματος με [[αλλοίωση]] του ελαστικού, [[ιδίως]], ιστού και που η εμφάνισή της ευνοείται από την [[έκθεση]] στην [[κακοκαιρία]] και από την κακή [[υγιεινή]] του δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτυχή]], [[δίπλωση]] φορέματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στίγμα]], όνειδος, [[κηλίδα]] («ἵνα παραστήσῃ... τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν [[σπίλον]] ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ῥυσός]] σχηματισμένος πιθ. <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ῥυτός]] «τραβηγμένος» (<b>βλ. λ.</b> [[ρυτός]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[πηκτίς]])].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / ῥυτίς, -ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Α
πτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα της γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ιατρ. δερματική πτυχή του προσώπου, που προέρχεται από γεροντική εκφύλιση του χορίου του δέρματος με αλλοίωση του ελαστικού, ιδίως, ιστού και που η εμφάνισή της ευνοείται από την έκθεση στην κακοκαιρία και από την κακή υγιεινή του δέρματος
αρχ.
1. πτυχή, δίπλωση φορέματος
2. μτφ. στίγμα, όνειδος, κηλίδα («ἵνα παραστήσῃ... τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ῥυσός σχηματισμένος πιθ. < επίθ. ῥυτός «τραβηγμένος» (βλ. λ. ρυτός) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πηκτίς)].

Translations

wrinkle

Afrikaans: plooi, rimpel; Albanian: rrudhë; Arabic: تَجَعُّد‎, جَعْدَة‎; Egyptian Arabic: تجاعيد‎, رينكلز‎; Armenian: կնճիռ; Azerbaijani: qırış, qırışıq, büküm; Belarusian: маршчына; Bulgarian: бръ́чка; Catalan: arruga; Chamicuro: ishama che'na'ti; Chinese Cantonese: 皺紋, 皱纹; Mandarin: 皺紋, 皱纹; Min Nan: 皺痕, 皱痕; Coptic: ϣⲱⲣϣ, ⲭⲱⲣϣ; Czech: vráska; Danish: rynke; Dutch: rimpel; Esperanto: falto, haŭtsulketo; Estonian: korts, kortsud; Faroese: rukka; Finnish: ryppy; French: ride; Galician: engurra, ruga, saragulla, engurrifa; German: Falte, Runzel; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌻; Greek: ρυτίδα, ζάρα; Ancient Greek: ῥυτίς, φαρκίς; Hungarian: ránc, redő, barázda; Icelandic: hrukka, korpa; Italian: ruga, grinza; Japanese: 皺; Khmer: ស្នាមជ្រីវជ្រូញ; Kurdish Northern Kurdish: qermîçok; Latin: ruga; Macedonian: брчка; Maori: rehe, rehenga, ngene, hākorukoru; Norwegian: rynke; Persian: چروک‎; Polish: zmarszczka; Portuguese: ruga; Russian: морщина; Serbo-Croatian Cyrillic: бора; Roman: bóra; Slovak: vráska; Slovene: guba; Southern Altai: чырыш; Spanish: arruga; Swedish: rynka; Tagalog: kulubot; Thai: ริ้วรอย, รอยย่น; Turkish: buruşukluk, kırışıklık; Ukrainian: зморшка; Zazaki: çermıqyayış; Zhuang: nyaeuq