διαδιδράσκω: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
mNo edit summary |
m (Text replacement - "en pres" to "en pres") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[διαδιδρήσκω]] Hdt.3.135, Aret.<i>SD</i> 1.10.1<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aor. sigm. subj. διαδράσῃ Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>20; perf. part. διαδεδρᾱκότας Ar.<i>Ach</i>.601]<br /><b class="num">I</b> | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[διαδιδρήσκω]] Hdt.3.135, Aret.<i>SD</i> 1.10.1<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aor. sigm. subj. διαδράσῃ Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>20; perf. part. διαδεδρᾱκότας Ar.<i>Ach</i>.601]<br /><b class="num">I</b> en pres.<br /><b class="num">1</b> intr. [[huir]] δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες ὕστερον Th.7.85, (γυναῖκες) διαδιδράσκουσι [[γάρ]] Ar.<i>Lys</i>.719, cf. Hld.8.16.4, λήσεσθαι ... ἤλπιζον ... διαδιδράσκοντες I.<i>BI</i> 5.448, cf. 6.116, Plu.<i>Luc</i>.3, Ach.Tat.4.13.3, Hsch.δ 997, c. ac. de direcc. [[ἄλλοι]] διαδιδράσκουσιν ἑλιγμόν τινα τοῦ Νείλου Hld.8.16.6, c. giro prep. εἰς ἀνυπονοήτους οἰκίας Plb.15.30.3, πρὸς τὸν βασιλέα I.<i>Vit</i>.390, cf. <i>BI</i> 5.421, Luc.<i>Herm</i>.33<br /><b class="num">•</b>c. prep. y gen. τῶν δ' ἀτάκτων ... διαδιδρασκόντων ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plu.<i>Phoc</i>.12, διαδιδράσκεις ἐκ τῶν χειρῶν Luc.<i>Herm</i>.59<br /><b class="num">•</b>part. subst. [[διαδιδράσκων]] = [[fugitivo]] τοὺς διαδιδράσκοντας ... ἀπέσφαττον οἱ βάρβαροι I.<i>BI</i> 5.560, cf. 4.89, τὸ ... τῶν διαδιδρασκόντων πλῆθος I.<i>BI</i> 4.111<br /><b class="num">•</b>neutr. τὸ διαδιδρᾶσκον la presa que huye</i> Luc.<i>Anach</i>.29<br /><b class="num">•</b>fig. [[refugiarse]] εἰς τὸ «τάχα δ' οὐδὲν ἔσται δυσχερέστερον» Plu.2.476c.<br /><b class="num">2</b> tr. [[huir de]], [[eludir]], [[escapar]] c. ac. de abstr. πόλεμον Ph.2.122, (τὰς κρίσεις) Ph.2.319, ὀργήν I.<i>AI</i> 18.144, cf. 19.108, δουλείαν I.<i>AI</i> 19.228, τὸ κάτοξυ τοῦ πάθεος Aret.l.c., λῃστρικὴν ... ἔφοδον Hld.5.22.6, τὴν δίκην <i>IEphesos</i> 1324.4 (VI d.C.), τὸν κίνδυνον Sch.A.<i>Th</i>.292c, διαδιδρήσκει πᾶν ἔργον ἡ τροφή el alimento escapa a toda elaboración</i>, e.e., queda sin digerir por el estómago, Aret.<i>SD</i> 2.10.2<br /><b class="num">•</b>medic. [[librarse de la enfermedad]], [[sobrevivir]] τὴν ... πνίγα Aret.<i>SA</i> 2.1.5, abs., Aret.<i>SD</i> 1.14.5.<br /><b class="num">3</b> fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. [[escapar]], [[pasar inadvertido]] τοὺς γὰρ τῶν λέξεων ἐχομένους ... διαδιδράσκει τὰ πράγματα los hechos escapan a los que se apegan a las palabras</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.2.1.3, ὡς ἂν μηδὲν αὐτὸν διαδιδράσκοι τῶν γινομένων Eus.<i>HE</i> 2.2.1.<br /><b class="num">4</b> tr. [[poner en fuga]] ἑαυτούς [[LXX]] 2<i>Ma</i>.8.13.<br /><b class="num">II</b> [[en aor]].<br /><b class="num">1</b> intr. [[escapar]] ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς Hdt.8.75, (Λυκοῦργος) διαδρὰς ἔλαθεν αὐτόν Plb.4.81.7, οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράς [[LXX]] <i>Si</i>.11.10, cf. Plu.2.834f, διαδρᾶναι μὴ οἷος D.C.<i>Epit</i>.9.21.7, cf. 8.20.13, 39.57.3, μή τις αὐτῶν (αἰχμαλώτων) διαδρᾷ <i>PPetr</i>.2.2e.4 (III a.C.), cf. <i>BGU</i> 1147.29, 1149.34 (ambos I a.C.), ἕως ἂν διαδράσῃ τῶν νεοττῶν [[ἕκαστος]] Arist.l.c., c. giro prep. διὰ τόπων ὑλωδῶν Plb.8.18.8, ἐκ τῆς οἰκίας Plu.2.835f, cf. D.C.39.12.3.<br /><b class="num">2</b> tr. [[escapar de]] c. ac. de pers., tb. v. med. ὅκως τε μὴ διαδρήσεταί σφεας ὁ [[Δημοκήδης]] Hdt.3.135<br /><b class="num">•</b>c. ac. de abstr. (Εὐριπίδας) διαδρὰς τὸν ἐνεστῶτα καιρόν Plb.4.69.2, τὴν θείαν διαδρᾶναι δίκην Meth.<i>Fr</i>.6 <i>in Iob</i> 25.4<br /><b class="num">•</b>c. suj. y ac. abstr. ὁ λόγος ... τῆς ἀχαριστίας δόξαν διαδράς Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.3.42.<br /><b class="num">III</b> en perf., intr. [[estar libre]], [[estar a salvo]] ref. al [[servicio]] [[militar]] ὁρῶν πολιοὺς μὲν ἄνδρας ἐν ταῖς τάξεσιν, νεανίας δ' ... διαδεδρακότας Ar.<i>Ach</i>.601. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:23, 27 April 2023
English (LSJ)
Ion. διαδιδρήσκω, aor. 2 part.
A διαδράντας Hdt.8.75: pf. διαδέδρᾱκα Ar.Ach.601:—run away, escape, Hdt. l. c., Th.7.85, PPetr.2p.101 (iii B. C.), etc.; διαδεδρακότες shirkers, Ar. l.c.
2 c. acc., escape from, τινά Hdt.3.135, etc.; τὸ πάθος, τὸν ὄλεθρον, Aret. SA1.10,2.8:—Pass., Hsch.
3 fly in all directions, LXX 2 Ma.8.13.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. διαδιδρήσκω Hdt.3.135, Aret.SD 1.10.1
• Morfología: [aor. sigm. subj. διαδράσῃ Arist.HA 613b20; perf. part. διαδεδρᾱκότας Ar.Ach.601]
I en pres.
1 intr. huir δουλεύσαντες καὶ διαδιδράσκοντες ὕστερον Th.7.85, (γυναῖκες) διαδιδράσκουσι γάρ Ar.Lys.719, cf. Hld.8.16.4, λήσεσθαι ... ἤλπιζον ... διαδιδράσκοντες I.BI 5.448, cf. 6.116, Plu.Luc.3, Ach.Tat.4.13.3, Hsch.δ 997, c. ac. de direcc. ἄλλοι διαδιδράσκουσιν ἑλιγμόν τινα τοῦ Νείλου Hld.8.16.6, c. giro prep. εἰς ἀνυπονοήτους οἰκίας Plb.15.30.3, πρὸς τὸν βασιλέα I.Vit.390, cf. BI 5.421, Luc.Herm.33
•c. prep. y gen. τῶν δ' ἀτάκτων ... διαδιδρασκόντων ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plu.Phoc.12, διαδιδράσκεις ἐκ τῶν χειρῶν Luc.Herm.59
•part. subst. διαδιδράσκων = fugitivo τοὺς διαδιδράσκοντας ... ἀπέσφαττον οἱ βάρβαροι I.BI 5.560, cf. 4.89, τὸ ... τῶν διαδιδρασκόντων πλῆθος I.BI 4.111
•neutr. τὸ διαδιδρᾶσκον la presa que huye Luc.Anach.29
•fig. refugiarse εἰς τὸ «τάχα δ' οὐδὲν ἔσται δυσχερέστερον» Plu.2.476c.
2 tr. huir de, eludir, escapar c. ac. de abstr. πόλεμον Ph.2.122, (τὰς κρίσεις) Ph.2.319, ὀργήν I.AI 18.144, cf. 19.108, δουλείαν I.AI 19.228, τὸ κάτοξυ τοῦ πάθεος Aret.l.c., λῃστρικὴν ... ἔφοδον Hld.5.22.6, τὴν δίκην IEphesos 1324.4 (VI d.C.), τὸν κίνδυνον Sch.A.Th.292c, διαδιδρήσκει πᾶν ἔργον ἡ τροφή el alimento escapa a toda elaboración, e.e., queda sin digerir por el estómago, Aret.SD 2.10.2
•medic. librarse de la enfermedad, sobrevivir τὴν ... πνίγα Aret.SA 2.1.5, abs., Aret.SD 1.14.5.
3 fig. c. suj. de abstr. y ac. de pers. escapar, pasar inadvertido τοὺς γὰρ τῶν λέξεων ἐχομένους ... διαδιδράσκει τὰ πράγματα los hechos escapan a los que se apegan a las palabras Clem.Al.Strom.2.1.3, ὡς ἂν μηδὲν αὐτὸν διαδιδράσκοι τῶν γινομένων Eus.HE 2.2.1.
4 tr. poner en fuga ἑαυτούς LXX 2Ma.8.13.
II en aor.
1 intr. escapar ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς Hdt.8.75, (Λυκοῦργος) διαδρὰς ἔλαθεν αὐτόν Plb.4.81.7, οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράς LXX Si.11.10, cf. Plu.2.834f, διαδρᾶναι μὴ οἷος D.C.Epit.9.21.7, cf. 8.20.13, 39.57.3, μή τις αὐτῶν (αἰχμαλώτων) διαδρᾷ PPetr.2.2e.4 (III a.C.), cf. BGU 1147.29, 1149.34 (ambos I a.C.), ἕως ἂν διαδράσῃ τῶν νεοττῶν ἕκαστος Arist.l.c., c. giro prep. διὰ τόπων ὑλωδῶν Plb.8.18.8, ἐκ τῆς οἰκίας Plu.2.835f, cf. D.C.39.12.3.
2 tr. escapar de c. ac. de pers., tb. v. med. ὅκως τε μὴ διαδρήσεταί σφεας ὁ Δημοκήδης Hdt.3.135
•c. ac. de abstr. (Εὐριπίδας) διαδρὰς τὸν ἐνεστῶτα καιρόν Plb.4.69.2, τὴν θείαν διαδρᾶναι δίκην Meth.Fr.6 in Iob 25.4
•c. suj. y ac. abstr. ὁ λόγος ... τῆς ἀχαριστίας δόξαν διαδράς Gr.Thaum.Pan.Or.3.42.
III en perf., intr. estar libre, estar a salvo ref. al servicio militar ὁρῶν πολιοὺς μὲν ἄνδρας ἐν ταῖς τάξεσιν, νεανίας δ' ... διαδεδρακότας Ar.Ach.601.
German (Pape)
[Seite 576] (s. διδράσκω), entfliehen, τινά, Her. 8, 75 u. öfter; Ar. Ach. 601; Thuc. 7, 58 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
part. ao. διαδράς;
s'enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.
Étymologie: διά, διδράσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-διδράσκω praes. weglopen, proberen te ontsnappen:; ( γυναῖκες ) διαδιδράσκουσι (de vrouwen) proberen te ontsnappen Aristoph. Lys. 719; aor. ontsnappen:. ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς als jullie het niet laten gebeuren dat zij ontsnappen Hdt. 8.75.4.
Russian (Dvoretsky)
διαδιδράσκω: ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): δ. τινά Her. убегать от кого-л.
Greek Monolingual
διαδιδράσκω και ιων. τ. διαδιδρήσκω (Α)
1. εκφεύγω, δραπετεύω
2. φεύγω προς κάθε διεύθυνση.
Greek Monotonic
διαδιδράσκω: μέλ. -δράσομαι, Ιων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι, αόρ. βʹ -έδραν, παρακ. -δέδρᾱκα·
1. τρέπομαι σε φυγή, ξεφεύγω, δραπετεύω, σε Ηρόδ.· διαδεδρακότες, φυγόπονοι, σε Αριστοφ.
2. με αιτ., ξεφεύγω από, δραπετεύω από, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδιδράσκω: μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - ἐκφεύγω, φεύγω μακράν, δραπετεύω, Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., φεύγω τι, φεύγω μακράν τινος, ἐκφεύγω, τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
Middle Liddell
fut. -δράσομαι ionic διαδιδρήσκω ionic -δρήσομαι aor2 -έδραν perf. -δέδρᾱκα
1. to run off, get away, escape, Hdt.; διαδεδρακότες shirkers, Ar.
2. c. acc. to run away from, escape from, Hdt.