νεκάς: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νεκάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ груда трупов Hom., Luc., Anth. | |elrutext='''νεκάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[груда трупов]] Hom., Luc., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:50, 11 May 2023
English (LSJ)
άδος, ἡ, (νέκυς) A heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν Il.5.886, cf. Ps.-Luc.Philopatr.10. II simply, = τάξις, in plural, νεκάδες = ranks, Call. Fr.231. III in plural, the dead, ἄναξ νεκάδων Ἀϊδωνεύς AP15.40.43 (Cometas), cf. EM600.9.
German (Pape)
[Seite 237] άδος, ἡ, ein, Hause von Leichen (νέκυς, νεκρός), reihenweis daliegende Todte, Il. 5, 886 u. Sp., wie Luc. Philopatr. 10, Comet. ep. (XV, 40). – Nach Hesych. brauchte es Callim. frg. 231 = τάξις, Hause, Schaar. – Die Kykliker sollen es nach E. M. 600, 9 für ψυχή gebraucht haben.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
monceau ou rangée de cadavres.
Étymologie: cf. νεκρός, νέκυς.
Russian (Dvoretsky)
νεκάς: άδος (ᾰδ) ἡ груда трупов Hom., Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νεκάς: -άδος, ἡ, (νέκυς) σωρὸς νεκρῶν, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν, «ἐν ταῖς χαλεπαῖς τάξεσι τῶν νεκρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 886, πρβλ. Ἀνθ. Π. 15. 40, 43, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 10. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 231, ἁπλῶς σωρὸς ἢ σειρά, ἄνευ τῆς ἐννοίας τῶν πτωμάτων. ΙΙΙ. Λέγεται ὅτι οἱ κυκλικοὶ ποιηταὶ ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀντὶ τοῦ ψυχή, «παρὰ μὲν τοῖς κυκλικοῖς αἱ ψυχαὶ νεκάδες λέγονται» Ἐτυμ. Μέγ. 600. 9.
English (Autenrieth)
άδος (νέκῦς): heap of slain, Il. 5.886†.
Greek Monolingual
νεκάς, -άδος, ἡ (Α)
στον πληθ. αἱ νεκάδες
οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών
αρχ.
1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά
2. στον πληθ. τάξη, σωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νιφάς)].
Greek Monotonic
νεκάς: -άδος, ἡ (νέκυς), σωρός από σκοτωμένους, στοίβα από νεκρούς· ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (Επικ. δοτ. πληθ.), στις χαλεπές τάξεις των νεκρών, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
νεκάς, άδος, νέκυς
a heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (epic dat. pl.) Il.