τετράπολος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrapolos | |Transliteration C=tetrapolos | ||
|Beta Code=tetra/polos | |Beta Code=tetra/polos | ||
|Definition= | |Definition=τετράπολον, [[turned up]] or [[ploughed four times]], Theoc.25.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράπολον, turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.
German (Pape)
[Seite 1099] viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
façonné ou labouré quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
τετράπολος: (ᾰ) четырежды обработанный (νειός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπολος: [ᾰ], -ον, ὁ τετράκις ἀρηρομένος, ὁ τέσσαρας φορὰς «ὠργωμένος», Θεόκρ. 25. 26.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δίπολος].
Greek Monotonic
τετράπολος: [ᾰ], -ον (πολέω), αυτός που έχει οργωθεί με άροτρο τέσσερις φορές, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τετρά-˘πολος, ον, πολέω
turned up or ploughed four times, Theocr.